ὀχευτής: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[ὀχευτής]], Α θηλ. [[ὀχεύτρια]]) [[οχεύω]]<br />[[αρσενικό]] ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική [[μίξη]] με θηλυκό, [[επιβήτορας]], βατευτής<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ακόλαστος]], [[ασελγής]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀχευτής:''' οῦ ὁ развратник Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:16, 1 January 2019
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A = ὀχεῖον 1.1, PCair.Zen.529 (iii B. C.), Hsch. s.v. κήλων; ὀ. ἵππος Dsc.2.79, Gal.6.533, Hippiatr.14: metaph., lewd person, lecher, AP11.318 (Phld.), Corn.ND27.
German (Pape)
[Seite 429] ὁ, der Bespringer, Beschäler, Zuchthengst, Schol. Theocr. 8, 44, vgl. Philodem. 26 (XI, 318).
Greek (Liddell-Scott)
ὀχευτής: -οῦ, ὁ, = ὀχεῖον, Ἡσύχ. - μεταφ., ἄνθρωπος ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος, Ἀνθ. Π. 11. 318.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ὀχευτής, Α θηλ. ὀχεύτρια) οχεύω
αρσενικό ζώο που εκτρέφεται με σκοπό να χρησιμοποιηθεί για σαρκική μίξη με θηλυκό, επιβήτορας, βατευτής
αρχ.
μτφ. (για πρόσ.) ακόλαστος, ασελγής.
Russian (Dvoretsky)
ὀχευτής: οῦ ὁ развратник Anth.