ὄτλος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(5)
(3b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄτλος:''' ὁ, [[επιβάρυνση]], [[ταλαιπωρία]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὄτλος:''' ὁ, [[επιβάρυνση]], [[ταλαιπωρία]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὄτλος:''' ὁ [[τλῆναι]] страдание, мучение, тягость Aesch.
}}
}}

Revision as of 01:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄτλος Medium diacritics: ὄτλος Low diacritics: ότλος Capitals: ΟΤΛΟΣ
Transliteration A: ótlos Transliteration B: otlos Transliteration C: otlos Beta Code: o)/tlos

English (LSJ)

ὁ,

   A suffering, distress, arising from a thing, παιδείας ὄτλον A. Th.18; νυμφείων ὄτλον S.Tr.7 (as the Sch., though the Ms. gives ὄκνον). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων seem to be cogn. with τάλας, τλῆναι, τλήμων.)

German (Pape)

[Seite 405] ὁ (wohl mit τλῆναι zusammenhangend), Leid, Drangsal, Elend, VLL. erkl. μόχθος, κακοπάθεια; ἅπαντα πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον, Aesch. Spt. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ὄτλος: ὁ, πάθημα, κακοπραγία προερχομένη ἔκ τινος πράγματος, κακοπάθεια, παιδείας ὄτλον Αἰσχύλ. Θήβ. 18· νυμφείων ὄτλον Σοφ. Τρ. 7 (κατὰ τὸν Σχολ., ἂν καὶ τὰ Ἀντίγραφ. ἔχουσιν ὄκνον, ταύτην δὲ τὴν γραφὴν διετήρησεν ὁ Jebb ἐν τῷ κειμένῳ ὡς μᾶλλον προσήκουσαν). (ὄτλος, ὀτλέω, ὀτλήμων φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθησαν ἐκ τῆς √ΤΑΛ, τάλας, τλῆναι, τλήμων, μετὰ τοῦ εὐφωνικοῦ ο ἀκριβῶς ὡς τὰ ἄτλας, ἄθλιος, παράγεται ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης μετὰ τοῦ α εὐφων.). - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὄτλος. μόχθος».

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
douleur, peine, mal.
Étymologie: ὀ- prosth. et R. Ταλ, supporter ; cf. τλάω.

Greek Monotonic

ὄτλος: ὁ, επιβάρυνση, ταλαιπωρία, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὄτλος:τλῆναι страдание, мучение, тягость Aesch.