παμφαής: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(5) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παμφαής:''' -ές ([[φάος]]), [[ολόλαμπρος]], [[πανέξυπνος]], [[ιδιοφυής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[μέλι]], καθαρό, αγνό, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''παμφαής:''' -ές ([[φάος]]), [[ολόλαμπρος]], [[πανέξυπνος]], [[ιδιοφυής]], σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για [[μέλι]], καθαρό, αγνό, σε Αισχύλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παμφᾰής:''' <b class="num">1)</b> ослепительно яркий ([[θεῖος]] [[πῦρ]] Soph.; ἀκτὶς ἀελίου Eur.; [[ἀστήρ]] Arph.; [[ἥλιος]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> совершенно светлый, прозрачный ([[μέλι]] Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:24, 1 January 2019
English (LSJ)
ές,
A all-shining, radiant, of fire, S.Ph.728 (lyr.) E.Tr. 548 (lyr.); of the sun, Id.Med.1251 (lyr.), cf. Ar.Av.1709, IG12(5).891.3 (Tenos), etc.; of honey, bright, pure, A.Pers.612.
German (Pape)
[Seite 454] ές, ganz klar, hell; μέλι, Aesch. Pers. 604; θείῳ πυρὶ παμφαής, von Herakles, Soph. Phil. 718; ἀκτὶς ἀελίου, Eur. Med. 1251; σέλας πυρός, Troad. 548; ἀστήρ, Ar. Av. 1706; sp. D. Auch in Prosa, ἥλιος, Arist. mund. 6 u. Sp., hellstrahlend.
Greek (Liddell-Scott)
παμφαής: -ές, ὅλος λάμπων, φεγγοβολῶν, λαμπρός, ἐπὶ τοῦ πυρός, Σοφ. Φ. 712, Εὐρ. Τρῳ. 548· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 1251, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1709, κτλ.· ἐπὶ μέλιτος, λαμπρός, καθαρός, Αἰσχύλ. Πέρσ. 612. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παμφαές· φαιδρότατον, πάντα φωτίζον».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout brillant.
Étymologie: πᾶν, φάος.
Spanish
Greek Monolingual
παμφαής, -ές (ΑΜ)
αυτός που λάμπει πολύ, λαμπρότατος, ολόλαμπρος («ἰὼ Γᾱ τε καὶ παμφαὴς ἀκτὶς Ἀελίου», Ευρ.)
αρχ.
καθαρός, διαυγής, ξάστερος («τῆς τ' ἀνθεμουργοῡ στάγμα, παμφαὲς μέλι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -φαής (< φάος), πρβλ. λευκο-φαής].
Greek Monotonic
παμφαής: -ές (φάος), ολόλαμπρος, πανέξυπνος, ιδιοφυής, σε Σοφ., Ευρ. κ.λπ.· λέγεται για μέλι, καθαρό, αγνό, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
παμφᾰής: 1) ослепительно яркий (θεῖος πῦρ Soph.; ἀκτὶς ἀελίου Eur.; ἀστήρ Arph.; ἥλιος Arst.);
2) совершенно светлый, прозрачный (μέλι Aesch.).