πάνσεμνος: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig. | |elnltext=πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάνσεμνος:''' глубоко почитаемый (μαθήματα Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A all-majestic, μαθήματα Luc.Vit.Auct.26, cf.Anach.9.
German (Pape)
[Seite 462] ganz, sehr ehrwürdig, Luc. Vit. auct. 26 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάνσεμνος: -ον, ὁ πάνυ σεμνός, μεγαλοπρεπής, Λουκιαν. Βίων Πρᾶσις 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait vénérable.
Étymologie: πᾶν, σεμνός.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.)
μσν.
πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»].
Greek Monotonic
πάνσεμνος: -ον, εξαιρετικά μεγαλοπρεπής, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάνσεμνος -ον [πᾶς, σεμνός] zeer eerbiedwaardig.
Russian (Dvoretsky)
πάνσεμνος: глубоко почитаемый (μαθήματα Luc.).