πάπραξ: Difference between revisions
εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πάπραξ -ακος, ὁ 'paprax' (Thracische moerasvis). | |elnltext=πάπραξ -ακος, ὁ 'paprax' (Thracische moerasvis). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάπραξ:''' ακος ὁ папрак (название вида рыб во Фракии) Her. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 1 January 2019
English (LSJ)
ακος, ὁ, a Thracian lake-fish, Hdt.5.16.
German (Pape)
[Seite 466] ακος, ὁ, ein thracischer Sumpfsisch, Her. 5, 16.
Greek (Liddell-Scott)
πάπραξ: -ακος, ὁ, ἰχθύς τις θρᾳκικῆς λίμνης, Ἡρόδ. 5. 16.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
sorte de poisson de Thrace.
Étymologie: DELG sans doute mot thrace.
Greek Monolingual
-ακος, ό, Α
είδος ψαριού που ζούσε στις λίμνες της Θράκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. θρακικής προέλευσης. Κατά μία άποψη, ο τ. θα μπορούσε να συνδεθεί με τα: πέρκη «πέρκα», περκνός «μαύρος, μελανόστικτος», πρακνόν
μέλανα (Ησύχ.), ενώ, κατ' άλλους, η λ. οφείλεται σε ονοματοποιία από τον υποτιθέμενο ήχο που παράγει το ψάρι, ανάλογη με τον τ. παππάξ και τα βαβάζω, βαβράζω.
Greek Monotonic
πάπραξ: -ακος, ὁ, λιμνόβιο ψάρι στη Θράκη, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάπραξ -ακος, ὁ 'paprax' (Thracische moerasvis).
Russian (Dvoretsky)
πάπραξ: ακος ὁ папрак (название вида рыб во Фракии) Her.