παρασιτία: Difference between revisions
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
(nl) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag. | |elnltext=παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρασῑτία:''' ἡ Luc. v. l. = [[παρασιτική]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:44, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A profession of a parasite, Luc. Par.37.
German (Pape)
[Seite 498] ἡ, das Essen bei Einem, Sp., zw.
Greek (Liddell-Scott)
παρασῑτία: ἡ, ἡ χαμερπὴς κολακεία τοῦ παρασίτου, Ἰω. Χρυσ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
métier ou habitudes de parasite.
Étymologie: παράσιτος.
Greek Monolingual
η, ΝΑ παράσιτος
το να είναι κάποιος ή κάτι παράσιτο, το να εξασφαλίζει την συντήρηση του εις βάρος άλλου, το να παρασιτεί.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρασιτία -ας, ἡ [παράσιτος] het parasiet zijn, parasietengedrag.
Russian (Dvoretsky)
παρασῑτία: ἡ Luc. v. l. = παρασιτική.