περίλεξις: Difference between revisions
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(nl) |
(3b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περίλεξις -εως, ἡ [περί, λέγω] omschrijving. | |elnltext=περίλεξις -εως, ἡ [περί, λέγω] omschrijving. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίλεξις:''' εως ἡ многословие, болтливость Arph. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:00, 1 January 2019
English (LSJ)
εως, ἡ,
A circumlocution, Ar.Nu.318.
German (Pape)
[Seite 582] ἡ, Umredung, wie περίφρασις, Schwatzhaftigkeit, Redseligkeit, Ar. Nub. 317.
Greek (Liddell-Scott)
περίλεξις: ἡ, περίφρασις, πολυλογία, Ἀριστοφ. Νεφ. 318.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
circonlocution, langage verbeux.
Étymologie: περιλέγω.
Greek Monolingual
-έξεως, ἡ, Α περιλέγω
περιττολογία.
Greek Monotonic
περίλεξις: ἡ, περίφραση, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίλεξις -εως, ἡ [περί, λέγω] omschrijving.
Russian (Dvoretsky)
περίλεξις: εως ἡ многословие, болтливость Arph.