Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιλεσχήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιλεσχήνευτος:''' -ον, αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] συζήτησης σε [[κάθε]] [[λέσχη]] ([[λέσχη]]), που αποτελεί [[θέμα]] κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''περιλεσχήνευτος:''' -ον, αυτός που αποτελεί [[αντικείμενο]] συζήτησης σε [[κάθε]] [[λέσχη]] ([[λέσχη]]), που αποτελεί [[θέμα]] κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιλεσχήνευτος:''' передаваемый из уст в уста, известный всем, прославленный ([[οὔνομα]] Her.).
}}
}}

Revision as of 02:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιλεσχήνευτος Medium diacritics: περιλεσχήνευτος Low diacritics: περιλεσχήνευτος Capitals: ΠΕΡΙΛΕΣΧΗΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: perileschḗneutos Transliteration B: perileschēneutos Transliteration C: perileschineftos Beta Code: perilesxh/neutos

English (LSJ)

ον,

   A talked of in every club (λέσχη), matter of common talk, Hdt.2.135.

German (Pape)

[Seite 582] wovon ringsum geschwatzt od. gesprochen wird, weit berühmt, Her. 2, 135.

Greek (Liddell-Scott)

περιλεσχήνευτος: -ον, περὶ οὗ γίνεται λόγος ἐν πάσῃ λέσχῃ, περιλάλητος, Ἡρόδ. 2. 135· πρβλ. ἔλλεσχο προλεσχηνεύομαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est l’objet de tous les entretiens, fameux, célèbre.
Étymologie: περί, λέσχη.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός για τον οποίο μιλούν παντού, για τον οποίο γίνεται λόγος σε κάθε λέσχη, σε κάθε τόπο συνάθροισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + λεσχηνεύω «συζητώ» (< λέσχη)].

Greek Monotonic

περιλεσχήνευτος: -ον, αυτός που αποτελεί αντικείμενο συζήτησης σε κάθε λέσχη (λέσχη), που αποτελεί θέμα κοινής συζήτησης, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

περιλεσχήνευτος: передаваемый из уст в уста, известный всем, прославленный (οὔνομα Her.).