πίασμα: Difference between revisions
(6) |
(3b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πίασμα:''' -ατος, τό ([[πιαίνω]]), αυτό το οποίο δημιουργεί [[πάχος]], λέγεται για έναν ποταμό, [[πίασμα]] χθονί, που φέρνει [[πάχος]], [[αφθονία]] στο [[έδαφος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[πίασμα]]:</b> -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί <i>πίεσμαι</i>. | |lsmtext='''πίασμα:''' -ατος, τό ([[πιαίνω]]), αυτό το οποίο δημιουργεί [[πάχος]], λέγεται για έναν ποταμό, [[πίασμα]] χθονί, που φέρνει [[πάχος]], [[αφθονία]] στο [[έδαφος]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• [[πίασμα]]:</b> -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί <i>πίεσμαι</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πίασμα:''' ατος (ῑ) τό утучнитель, питатель: (Ἀσωπὸς) π. Βοιωτῶν χθονί Aesch. река Эсоп, оплодотворяющая Беотийский край. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 1 January 2019
English (LSJ)
[ῑ] (A), ατος, τό, (πιαίνω)
A that which makes fat, of a river, π. Βοιωτῶν χθονί bringing fatness and riches to... A.Pers.806.
πίασμα [ῐ] (B), ατος, τό, Dor. and later Gr. for πίεσμα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 612] τό, dor. statt πίεσμα, δακτύλου Eubul. bei Ath. III, 108 c. τό, das, was fett, fruchtbar macht, Dung, πεδίον Ἀσωπὸς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί, Aesch. Pers. 792.
Greek (Liddell-Scott)
πίασμα: τό, (πιαίνω) τὸ παχῦνον, ἐπὶ ποταμοῦ, π. Βοιωτῶν χθονί, φέρων πάχος καὶ πλοῦτον εἰς..., Αἰσχύλ. Πέρσ. 806.
French (Bailly abrégé)
1ατος (τό) :
engrais.
Étymologie: πιαίνω.
Greek Monolingual
(I)
τὸ, Α πιαίνω
(για ποταμό) αυτός που πιαίνει, που παχαίνει, που καθιστά εύφορο, γόνιμο το έδαφος («πεδίον Ἀσωπὸς ῥοαῑς ἄρδει, φίλον πίασμα Βοιωτῶν χθονί», Αισχύλ.).———————— (II)
τὸ, Α
(δωρ. και μτγν. τ.) αντί πίεσμα.———————— (III)
το, ΝΜ
(βυζ. μουσ.) ένα από τα 40 άφωνα μεγάλα σημάδια της βυζαντινής μουσικής, που σημειώνεται με κόκκινο μελάνι και δηλώνει μελωδικές γραμμές που ψάλλονται από μνήμης ανάλογα με τον ήχο και τον φθόγγο πάνω στον οποίο γράφεται.
Greek Monotonic
πίασμα: -ατος, τό (πιαίνω), αυτό το οποίο δημιουργεί πάχος, λέγεται για έναν ποταμό, πίασμα χθονί, που φέρνει πάχος, αφθονία στο έδαφος, σε Αισχύλ.
• πίασμα: -ατος, τό, Δωρ. και μεταγεν. Αττ. αντί πίεσμαι.
Russian (Dvoretsky)
πίασμα: ατος (ῑ) τό утучнитель, питатель: (Ἀσωπὸς) π. Βοιωτῶν χθονί Aesch. река Эсоп, оплодотворяющая Беотийский край.