πλόκιος: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
(33) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης. | |mltxt=-α, -ον, Α [[πλόκος]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, [[στριφτός]]<br /><b>2.</b> (στους <b>Ορφ.</b> Ύμν.) [[προσωνυμία]] της φύσης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλόκιος:''' хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. [[κλόπιος]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 02:32, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A twined, v.l. for κλόπιος, Od.13.295; πλοκίη, epith. of φύσις, Orph.H.10.11 (prob.).
German (Pape)
[Seite 637] geflochten, verflochten, verwickelt, alte v. l. für κλόπιος, Od. 13, 295, welche die VLL. πεπλεγμένοι, σκολιοί erklären.
Greek (Liddell-Scott)
πλόκιος: -α, -ον, (πλέκω) πεπλεγμένος, συνεστραμμένος, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ κλόπιος, Ὀδ. Ν. 295.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
entrelacé.
Étymologie: πλόκος.
Greek Monolingual
-α, -ον, Α πλόκος
1. αυτός που έχει πλεχθεί, πλεγμένος, στριφτός
2. (στους Ορφ. Ύμν.) προσωνυμία της φύσης.
Russian (Dvoretsky)
πλόκιος: хитросплетенный, запутанный (μῦθοι Hom. - v. l. κλόπιος).