προεκκομίζω: Difference between revisions
(nl) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen. | |elnltext=προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προεκκομίζω:''' раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ [[ἄγαλμα]] εἰς [[ἄλλο]] [[οἴκημα]] Her.): τῶν [[κακῶς]] προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:48, 1 January 2019
English (LSJ)
A carry out beforehand, Hdt.2.63: metaph., ὑπὸ τῆς τύχης -κομισθεὶς ἀναίμακτος Plu.Tim. 37. 2 Med., remove first, τῇ χειρί Hippiatr.75.
German (Pape)
[Seite 718] vorher heraustragen, -schaffen; Her. 2, 63; Plut. Timol. 37.
Greek (Liddell-Scott)
προεκκομίζω: ἐκκομίζω, ἐκφέρω πρότερον, Ἡρόδ. 2. 63, Πλουτ. Τιμολ. 37.
French (Bailly abrégé)
emporter, particul. porter en terre auparavant.
Étymologie: πρό, ἐκκομίζω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
μέσ. προεκκομίζομαι
κινώ, μετακινώ κάτι αρχικά («προεκκομίσασθαι τῇ χειρί», Ιππιατρ.)
αρχ.
μεταφέρω κάτι προηγουμένως («τὸ δὲ ἄγαλμα... προεκκομίζουσι τῇ προτεραίῃ ἐς ἄλλο οἴκημα ἱρόν» Ηρόδ.)·
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκκομίζω «μεταφέρω, μετακινώ»].
Greek Monotonic
προεκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, μεταφέρω, εκφέρω από πριν, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκκομίζω vooraf wegbrengen.
Russian (Dvoretsky)
προεκκομίζω: раньше выносить, заблаговременно переносить (τὸ ἄγαλμα εἰς ἄλλο οἴκημα Her.): τῶν κακῶς προεκκομισθείς Plut. ускользнувший от несчастий.