προσνήχομαι: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσνήχομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., [[κολυμπώ]] προς, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[εφορμώ]], [[χτυπώ]] με κύματα, προσένᾱχε [[θάλασσα]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''προσνήχομαι:'''<b class="num">I.</b> αποθ., [[κολυμπώ]] προς, <i>τινι</i>, σε Πλούτ.<br /><b class="num">II.</b> αμτβ. στην Ενεργ., [[εφορμώ]], [[χτυπώ]] με κύματα, προσένᾱχε [[θάλασσα]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσνήχομαι:''' подплывать, приплывать (τινι Diod., Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:04, 1 January 2019
English (LSJ)
A swim towards, ἐς . . Call.Del.47: c. dat., D.S.3.21, Plu.Mar.37, etc. II of water, in Act., dash upon, προσένᾱχε θάλασσα Theoc.21.18.
Greek (Liddell-Scott)
προσνήχομαι: ἀποθ., νήχομαι πρός τι, ἐς…, Καλλ. εἰς Δῆλ. 47· μετὰ δοτ., Διόδ. 3. 21, Πλουτ. Μάρ. 37, κτλ. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ὕδατος, ἐφορμῶ, προσένᾱχε θάλασσα ἀμφίβ. παρὰ Θεοκρ. 21. 48.
French (Bailly abrégé)
nager vers, τινι.
Étymologie: πρός, νήχομαι.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. κολυμπώ ή πλέω προς έναν τόπο
2. προσεγγίζω κάποιον κολυμπώντας
3. (για νερό) χύνομαι με ορμή και πλημμυρίζω έναν τόπο, προσκλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + νήχομαι «κολυμπώ»].
Greek Monotonic
προσνήχομαι:I. αποθ., κολυμπώ προς, τινι, σε Πλούτ.
II. αμτβ. στην Ενεργ., εφορμώ, χτυπώ με κύματα, προσένᾱχε θάλασσα, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
προσνήχομαι: подплывать, приплывать (τινι Diod., Plut.).