προσεπιγίγνομαι: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
(nl) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=προσ-επιγίγνομαι er ook nog bij komen. Hp. | |elnltext=προσ-επιγίγνομαι er ook nog bij komen. Hp. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεπιγίγνομαι:''' привходить, присоединяться (προσεπιγενομένων Γαλατῶν αὐτοῖς Polyb.). | |||
}} | }} |
Revision as of 03:08, 1 January 2019
English (LSJ)
A to be added, supervene, Hp.Morb.1.19, Plb.4.45.10. II become as well, turn out in addition, π. εὐκλεεῖς Plu.Aob.19.
German (Pape)
[Seite 760] (s. γίγνομαι), noch dazu werden, sein, noch dazukommen, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιγίγνομαι: ἀποθ., προστίθεμαι, Ἱππ. 454. 15, Πολύβ. 4. 45, 10.
Greek Monolingual
Α [[ἐπιγί(γ)νομαι]]
1. γίνομαι, έρχομαι επί πλέον, προστίθεμαι («τῶν ἐνεόντων κακῶν καὶ τῶν προσεπιγιγνομένων», Ιπποκρ.)
2. γίνομαι κι εγώ διαφορετικός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-επιγίγνομαι er ook nog bij komen. Hp.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιγίγνομαι: привходить, присоединяться (προσεπιγενομένων Γαλατῶν αὐτοῖς Polyb.).