προστατέω: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[προστάτης]])·<br /><b class="num">I.</b> προΐσταμαι, είμαι [[κυβερνήτης]], [[ασκώ]] [[εξουσία]], <i>χθονὸς δώματων</i>, σε Ευρ.· [[προστατέω]] τοῦ ἀγῶνος, είμαι [[επιμελητής]] του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., <i>ὁπροστατῶν</i>, αυτός που ενεργεί ως [[αρχηγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] ως [[υπερασπιστής]], είμαι [[φύλακας]] ή [[προστάτης]] σε, <i>πυλῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>Ἀργείων</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ὁ προστατῶν [[χρόνος]], ο πλησιέστατος [[χρόνος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''προστᾰτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[προστάτης]])·<br /><b class="num">I.</b> προΐσταμαι, είμαι [[κυβερνήτης]], [[ασκώ]] [[εξουσία]], <i>χθονὸς δώματων</i>, σε Ευρ.· [[προστατέω]] τοῦ ἀγῶνος, είμαι [[επιμελητής]] του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., <i>ὁπροστατῶν</i>, αυτός που ενεργεί ως [[αρχηγός]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> [[στέκομαι]] [[μπροστά]] ως [[υπερασπιστής]], είμαι [[φύλακας]] ή [[προστάτης]] σε, <i>πυλῶν</i>, σε Αισχύλ.· <i>Ἀργείων</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">III.</b> ὁ προστατῶν [[χρόνος]], ο πλησιέστατος [[χρόνος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''προστατέω:''' <b class="num">1)</b> стоять во главе, управлять, править (δωμάτων Eur.; τῆς πόλεως Plat.; προστατεῖσθαι [[ὑπό]] τινος Xen.): ὁ προστατῶν Xen. глава, предводитель, начальник; τοῦ ἀγῶνος προστατῆσαι Xen. стать распорядителем состязаний;<br /><b class="num">2)</b> оборонять, стоять на защите (πυλῶν Aesch.; τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> быть впереди, предстоять: ὁ [[χρόνος]] προστατῶν Soph. ближайшее время, (любой) наступающий момент, каждое мгновение.
}}
}}

Revision as of 03:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστᾰτέω Medium diacritics: προστατέω Low diacritics: προστατέω Capitals: ΠΡΟΣΤΑΤΕΩ
Transliteration A: prostatéō Transliteration B: prostateō Transliteration C: prostateo Beta Code: prostate/w

English (LSJ)

= foreg.:

   A ruleover, lord it over, χθονός E.Heracl.206; αἰσχρὸν προστατεῖν γε δωμάτων γυναῖκα Id.El.932; τῆς πόλεως Pl.Grg.519c; τῶν μεγίστων Id.La.197e; π. τοῦ ἀγῶνος to be steward of the games, X.An.4.8.25; π. νούσου, of a physician, to be in charge, Hp.Praec.13; τοῦ λύχνου τῶν ἱερῶν POxy. 1453.14 (i B.C.): abs., ὁ προστατῶν he that acts as chief, v.l. in X.Cyr. 8.3.25; ὅταν δημοκρατουμένη πόλις ἐλευθερίας διψήσασα κακῶν οἰνοχόων προστατούντων τύχῃ Pl.R.562d; = προστατεύω 11, X.Mem.2.7.9; π. τοῦ θεμελιωθῆναι τὴν σύνοδον IG22.1343.14:—Pass., προστατεῖσθαι ὑπό τινων to be ruled or led by them, X.Hier.5.1.    b to be president, ἐκκλησίας Ἀρχ. Ἐφ. 1914.180 (Gonni); βουλᾶς IG14.612 (Rhegium).    II stand before as a defender, to be guardian or protector of, πυλῶν A.Th.396; Ἥρα π. [Ἀργείων] E.Heracl.349; ἁ διὰ παντὸς Χερσονασιτᾶν προστατοῦσα Παρθένος IPE12.352.23 (ii/i B.C.); ἀναίδειαν, ἥπερ μόνη π. ῥητόρων Ar.Eq.325 (lyr.); πολιτῶν π. αἱρούμενον Men.578.    2 π. περὶ τοῦ ἀνατεθέντος ἀργυρίου bring forward a measure respecting... IG9(1).694.106 (Corc.).    III ὁ προστατῶν χρόνος the time that stands before, i.e. is close at hand, S.El.781 (cf. Sch. ad loc.), unless rather tyrannous.

German (Pape)

[Seite 781] vorstehen, Vorsteher sein; Ar. sagt komisch ἀναίδεια μόνη προστατεῖ τῶν ῥητόρων, Equ. 324; ἧς πόλεως προστατεῖ, Plat. Gorg. 519 c; Lach. 197 e; τῆς πόλεως, Xen. Mem. 1, 1, 8; Folgende; τῶν πραγμάτων, Pol. 5, 35, 7 u. öfter. – Zum Schutze davorstehen, beschützen, vertheidigen, τίς Προίτου πυλῶν προστατεῖν φερέγγυος, Aesch. Spt. 378; δωμάτων, χθονός, Eur. El. 932 Heracl. 207; auch in Prosa: τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας, Pol. 27, 4, 7; auch pass., ὑπ' αὐτῶν προστατεῖσθαι, Xen. Hier. 5, 1; – bevorstehen, ὁ προστατῶν χρόνος, Soph. El. 771.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. être président, d’où
1 être à la tête de, gén.;
2 être protecteur, protéger, défendre, gén.;
II. s’avancer ; se tenir devant : ὁ προστατῶν χρόνος SOPH le temps qui s’avance, qui presse.
Étymologie: προστάτης.

Greek Monotonic

προστᾰτέω: μέλ. -ήσω (προστάτης
I. προΐσταμαι, είμαι κυβερνήτης, ασκώ εξουσία, χθονὸς δώματων, σε Ευρ.· προστατέω τοῦ ἀγῶνος, είμαι επιμελητής του αγώνα, σε Ξεν.· απόλ., ὁπροστατῶν, αυτός που ενεργεί ως αρχηγός, στον ίδ.
II. στέκομαι μπροστά ως υπερασπιστής, είμαι φύλακας ή προστάτης σε, πυλῶν, σε Αισχύλ.· Ἀργείων, σε Ευρ.
III. ὁ προστατῶν χρόνος, ο πλησιέστατος χρόνος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προστατέω: 1) стоять во главе, управлять, править (δωμάτων Eur.; τῆς πόλεως Plat.; προστατεῖσθαι ὑπό τινος Xen.): ὁ προστατῶν Xen. глава, предводитель, начальник; τοῦ ἀγῶνος προστατῆσαι Xen. стать распорядителем состязаний;
2) оборонять, стоять на защите (πυλῶν Aesch.; τῆς τῶν Ἑλλήνων ἐλευθερίας Polyb.);
3) быть впереди, предстоять: ὁ χρόνος προστατῶν Soph. ближайшее время, (любой) наступающий момент, каждое мгновение.