ῥῦμα: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6)
(4)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥῦμα:''' -ατος, τό (*ρύω=[[ἐρύω]]), αυτό που σύρεται·<br /><b class="num">I. 1.</b> τόξου [[ῥῦμα]], δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]], δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· <i>ἐκ τόξου ῥύματος</i>, από [[απόσταση]] μιας βολής τόξου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ρυμούλκα]] ([[σχοινί]] ρυμούλκησης), σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥύομαι]]) [[άμυνα]], [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Ευρ.· πύργου [[ῥῦμα]], [[πύργος]], [[προπύργιο]] άμυνας, [[οχύρωμα]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ῥῦμα:''' -ατος, τό (*ρύω=[[ἐρύω]]), αυτό που σύρεται·<br /><b class="num">I. 1.</b> τόξου [[ῥῦμα]], δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης [[ἰσχύς]], δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· <i>ἐκ τόξου ῥύματος</i>, από [[απόσταση]] μιας βολής τόξου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ρυμούλκα]] ([[σχοινί]] ρυμούλκησης), σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> ([[ῥύομαι]]) [[άμυνα]], [[υπεράσπιση]], [[προστασία]], σε Ευρ.· πύργου [[ῥῦμα]], [[πύργος]], [[προπύργιο]] άμυνας, [[οχύρωμα]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥῦμα:''' ατος τό [[ἐρύω]]<br /><b class="num">1)</b> натягивание или тетива (τόξου ῥ. Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> выстрел из лука, полет стрелы: ἐκ τόξου ῥύματος Xen. на расстояние полета стрелы;<br /><b class="num">3)</b> буксирный канат Polyb.<br />ατος τό [[ῥύομαι]] защита, спасение, избавление: πύργου ῥ. Soph. башня спасения; ῥ. τῶν κακῶν Aesch. избавление от зол; φυγάσιν ῥ. Aesch. прибежище беглецов.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῦμα Medium diacritics: ῥῦμα Low diacritics: ρύμα Capitals: ΡΥΜΑ
Transliteration A: rhŷma Transliteration B: rhyma Transliteration C: ryma Beta Code: r(u=ma

English (LSJ)

(A), ατος, τό, (ἐρύω (A))

   A that which is drawn:    1 τόξου ῥ., i.e. the Persian archers, opp. λόγχης ἰσχύς, i.e. the Greek spearmen, A.Pers.147 (anap.); ἐκ τόξου ῥύματος from the distance of a bow-shot, X.An.3.3.15; ἐς τόξου ῥ. Eun.Hist.p.271D.    2 towing-line, Plb. 1.26.14, 3.46.5, al., D.H.3.44.
ῥῦμα (B), ατος, τό, (ἐρύω (B))

   A defence, protection, βωμὸς φυγάσιν ῥ. A. Supp.85 (lyr.); ἅπασι κοινὸν ῥ. δαιμόνων ἕδρα E.Heracl.260; πύργου ῥ. a tower of defence, S.Aj.159 (anap.): c. gen. objecti, defence against, [θάνατος] μέγιστον ῥ. τῶν πολλῶν κακῶν A.Fr.353; ῥύματα,= βοηθήματα, Hp. ap. Gal.19.136; cf. ῥύσιον.

German (Pape)

[Seite 851] τό, 1) das Ziehen, der Zug, das, was man zieht, anzieht; bes. – a) die Bogensehne, τόξου ῥῦμα, Aesch. Pers. 145; der Bogenschuß, wie ἐκ τόξου ῥύματος, innerhalb der Weite eines Bogenschusses, Xen. An. 3, 3, 15 u. Suid. – b) das Zugseil, Pol. 1, 26, 14. 3, 46, 5; vgl. D. Hal. 3, 44. – 2) Rettung, Schutz; ἔστι δὲ κἀκ πολέμου τειρομένοις βωμὸς Ἄρης, φυγάσι ῥῦμα, Aesch. Suppl. 84; Soph. Ai. 159; Eur. Heracl. 261; sp. D., φοινίου δορὸς ῥῦμα Lycophr. 507.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on tire à soi ; corde d’un arc ; p. ext. portée d’un trait : ἐκ τόξου ῥύματος XÉN à la portée du trait;
2 ce qu’on tire devant soi pour s’abriter ; abri, refuge τινος, contre qch.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω et ῥύομαι.

Greek Monotonic

ῥῦμα: -ατος, τό (*ρύω=ἐρύω), αυτό που σύρεται·
I. 1. τόξου ῥῦμα, δηλ. οι Πέρσες τοξότες, αντίθ. προς το λόγχης ἰσχύς, δηλ. οι Έλληνες δορυφόροι, λογχοφόροι, σε Αισχύλ.· ἐκ τόξου ῥύματος, από απόσταση μιας βολής τόξου, σε Ξεν.
2. ρυμούλκα (σχοινί ρυμούλκησης), σε Πολύβ.
II. (ῥύομαι) άμυνα, υπεράσπιση, προστασία, σε Ευρ.· πύργου ῥῦμα, πύργος, προπύργιο άμυνας, οχύρωμα, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ῥῦμα: ατος τό ἐρύω
1) натягивание или тетива (τόξου ῥ. Aesch.);
2) выстрел из лука, полет стрелы: ἐκ τόξου ῥύματος Xen. на расстояние полета стрелы;
3) буксирный канат Polyb.
ατος τό ῥύομαι защита, спасение, избавление: πύργου ῥ. Soph. башня спасения; ῥ. τῶν κακῶν Aesch. избавление от зол; φυγάσιν ῥ. Aesch. прибежище беглецов.