σεμνόω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σεμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, [[εκθειάζω]], [[μεγαλύνω]], [[κοσμώ]], [[μεγαλοποιώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σεμνόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, [[καθιστώ]] κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, [[εκθειάζω]], [[μεγαλύνω]], [[κοσμώ]], [[μεγαλοποιώ]], εξωραΐζω, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σεμνόω:''' (в рассказе) приукрашивать, преувеличивать, раздувать (τι Her.).
}}
}}

Revision as of 03:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεμνόω Medium diacritics: σεμνόω Low diacritics: σεμνόω Capitals: ΣΕΜΝΟΩ
Transliteration A: semnóō Transliteration B: semnoō Transliteration C: semnoo Beta Code: semno/w

English (LSJ)

   A make solemn or grand, exalt, magnify, τὰ περὶ Κῦρον Hdt. 1.95; ἄλλως αὐτὰ σ. Id.3.16:—Med., hold the head high, give oneself airs, dub. cj. in Call.Com.12.

German (Pape)

[Seite 872] ehrwürdig machen, bes. in der Erzählung, Etwas erhabener, wichtiger machen, als es wirklich ist, ausschmücken, übertreiben, Her. 1, 95. 3, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σεμνόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι σεμνὸν ἢ μέγα, ἐξυψώνω, μεγαλύνω, τιμῶ, κοσμῶ, ἐκθειάζω, τὰ περὶ Κῦρον Ἡρόδ. 1. 95· ἄλλως σ. τι ὁ αὐτ. 3. 16. - Παθητ., κρατῶ τὴν κεφαλὴν ὑψηλά, ὑπερηφανεύομαι, Καλλίας ἐν «Πεδ.» 2.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
rendre imposant ; orner, embellir.
Étymologie: σεμνός.

Greek Monotonic

σεμνόω: μέλ. -ώσω, καθιστώ κάποιον σπουδαίο ή μεγαλοπρεπή, εκθειάζω, μεγαλύνω, κοσμώ, μεγαλοποιώ, εξωραΐζω, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

σεμνόω: (в рассказе) приукрашивать, преувеличивать, раздувать (τι Her.).