συνεπιφάσκω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(39)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[συναινώ]], [[συνομολογώ]], [[συμφωνώ]] για [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιφάσκω]] «[[ισχυρίζομαι]]»].
|mltxt=Α<br />[[συναινώ]], [[συνομολογώ]], [[συμφωνώ]] για [[κάτι]] ή σε [[κάτι]] («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἐπιφάσκω]] «[[ισχυρίζομαι]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συνεπιφάσκω:''' высказывать согласие, соглашаться Plut.
}}
}}

Revision as of 04:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιφάσκω Medium diacritics: συνεπιφάσκω Low diacritics: συνεπιφάσκω Capitals: ΣΥΝΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: synepipháskō Transliteration B: synepiphaskō Transliteration C: synepifasko Beta Code: sunepifa/skw

English (LSJ)

   A assent also, Plu.2.63c.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιφάσκω: ἐπιφάσκω ὁμοῦ, ἐπιβεβαιῶ ὅ,τι λέγει τις, λέγω ναὶ εἰς τοὺς λόγους αὐτοῦ, τὸν κόλακα φωράσας ἀεὶ συνεπιφάσκοντα Πλούτ. 2. 63C.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
parler comme un autre, être du même avis.
Étymologie: σύν, ἐπιφάσκω.

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].

Greek Monolingual

Α
συναινώ, συνομολογώ, συμφωνώ για κάτι ή σε κάτι («τὸν κόλακα φωράσεις ἀεὶ συνεπιφάσκοντα και συναποφαινόμενον», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐπιφάσκω «ισχυρίζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

συνεπιφάσκω: высказывать согласие, соглашаться Plut.