συκάμινον: Difference between revisions
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῡκάμῑνον:''' [ᾰ], τό, [[καρπός]] του δέντρου [[συκάμινος]], [[μούρο]], Λατ. [[morum]], σε Αριστ. | |lsmtext='''σῡκάμῑνον:''' [ᾰ], τό, [[καρπός]] του δέντρου [[συκάμινος]], [[μούρο]], Λατ. [[morum]], σε Αριστ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῡκάμῑνον:''' (ᾰ) τό тутовая ягода Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 04:20, 1 January 2019
English (LSJ)
τό,
A fruit of the συκάμινος, mulberry, Amphis 38, Arist.Rh.1413a21, Diocl.Fr.140, LXX Am.7.14; its juice was used by women as a wash, Eub.98.2, Philippid. 19.1. II = συκόμορον, Dsc.1.127. III = σῦκον 11, Sch.Ar.Ra. 1278. IV a disease of horses, Hippiatr.127.
German (Pape)
[Seite 973] τό, die Frucht der συκάμινος, die Maulbeere; ihr Saft diente den Frauen als Schminke, Eubul. bei Ath. XIII, 557 f u. Philippides bei Phot.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκάμῑνον: [ᾰ], τό, ὁ καρπὸς τῆς συκαμίνου, τὸ μόρον, κοινῶς «μοῦρον» Λατ. morum, Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 6, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 15, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ζ΄, 14)· τὸν ὀπὸν αὐτῶν μετεχειρίζοντο αἱ γυναῖκες πρὸς ἐντριβὴν τοῦ προσώπου ἀντὶ φύκους, Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισιν» 1. 2, Φιλιππίδ. ἐν «Φιλαθηναίῳ» 1· ὑπῆρχον δύο εἴδη, ἐρυθρὸν (ἢ μέλαν) καὶ λευκόν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 6, 4.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mûre, fruit.
Étymologie: συκῆ.
Spanish
Greek Monotonic
σῡκάμῑνον: [ᾰ], τό, καρπός του δέντρου συκάμινος, μούρο, Λατ. morum, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
σῡκάμῑνον: (ᾰ) τό тутовая ягода Arst.