σφοδρύνω: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(40)
(4b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ [[σφοδρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σφοδρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>σφοδρύνομαι</i><br />([[κυρίως]] για νόσο) επιδεινώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[κυρίως]] για άνεμο) [[γίνομαι]] [[σφοδρός]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αποκτώ]] [[έπαρση]].
|mltxt=ΜΑ [[σφοδρός]]<br /><b>1.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] σφοδρό, έντονο, ορμητικό<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>σφοδρύνομαι</i><br />([[κυρίως]] για νόσο) επιδεινώνομαι<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(αμτβ.)</b> ([[κυρίως]] για άνεμο) [[γίνομαι]] [[σφοδρός]], [[ισχυρός]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[γίνομαι]] [[θρασύς]], [[αποκτώ]] [[έπαρση]].
}}
{{elru
|elrutext='''σφοδρύνω:''' придавать силу, делать сильным: [[ποιότης]] σφοδρυνομένη Plut. усилившееся качество; σφοδρύνεσθαι ἀσθενεῖ σοφίσματι Aesch. неистовствовать в своем безумии.
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφοδρύνω Medium diacritics: σφοδρύνω Low diacritics: σφοδρύνω Capitals: ΣΦΟΔΡΥΝΩ
Transliteration A: sphodrýnō Transliteration B: sphodrynō Transliteration C: sfodryno Beta Code: sfodru/nw

English (LSJ)

   A make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—Pass., to be or become so, σφοδρύνει γ' ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in . ., A.Pr.1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c; νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι Gal.19.563, cf. 17(1).207; πόνος (pain) σφοδρυνόμενος Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.    II intr. in Act . . ἄνεμος -ύνει Alex.Aphr.Pr.1.73.

German (Pape)

[Seite 1051] heftig, hitzig machen, pass. σφοδρύνομαι, heftig, ungestüm sein, werden, Aesch. Prom. 1013, τινί, worauf trotzen, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σφοδρύνω: καθιστῶ σφοδρὸν ἢ ὁρμητικόν, Φίλων 1. 355, Πορφύρ. εἰς Πτολεμ. Ἁρμ. ― Παθ., θρασύνομαι, ἐπαίρομαι, σφοδρύνει γ’ ἀσθενεῖ σοφίσματι Αἰσχύλ. Πρ. 1011· γίνομαι, καθίσταμαι σφοδρός, ποιότητες σφοδρυνόμεναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μαραινόμεναι, Πλούτ. 2. 732C· ― ὡσαύτως, ἐν τῷ μέσῳ ἀορ., Πολυδ. Δ΄, 25. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐν τῷ ἐνεργ., Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 1. 73.

French (Bailly abrégé)

rendre violent ou impétueux;
Pass. 1 devenir violent ou fort;
2 fig. faire le fort, se prévaloir de, τινι.
Étymologie: σφοδρός.

Greek Monolingual

ΜΑ σφοδρός
1. καθιστώ κάτι σφοδρό, έντονο, ορμητικό
2. μέσ. σφοδρύνομαι
(κυρίως για νόσο) επιδεινώνομαι
αρχ.
1. (αμτβ.) (κυρίως για άνεμο) γίνομαι σφοδρός, ισχυρός
2. μέσ. γίνομαι θρασύς, αποκτώ έπαρση.

Russian (Dvoretsky)

σφοδρύνω: придавать силу, делать сильным: ποιότης σφοδρυνομένη Plut. усилившееся качество; σφοδρύνεσθαι ἀσθενεῖ σοφίσματι Aesch. неистовствовать в своем безумии.