συσκοτάζω: Difference between revisions

From LSJ

καθάπερ ὄφις παλαιὸν ἀποδύεται θώρακα → just as a snake sheds its old skin

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συσκοτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σκοτεινιάζω]], [[γίνομαι]] εντελώς [[σκοτεινός]], βυθίζομαι στο [[σκοτάδι]]· απρόσ., <i>συσκοτάζει</i>, σκοτεινιάζει, πέφτει [[σκοτάδι]], σε Θουκ., Ξεν.
|lsmtext='''συσκοτάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[σκοτεινιάζω]], [[γίνομαι]] εντελώς [[σκοτεινός]], βυθίζομαι στο [[σκοτάδι]]· απρόσ., <i>συσκοτάζει</i>, σκοτεινιάζει, πέφτει [[σκοτάδι]], σε Θουκ., Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''συσκοτάζω:''' становиться темным, темнеть Lys., Xen., Dem.: ξυνεσκόταζε [[ἤδη]] Thuc. уже смеркалось.
}}
}}

Revision as of 04:24, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσκοτάζω Medium diacritics: συσκοτάζω Low diacritics: συσκοτάζω Capitals: ΣΥΣΚΟΤΑΖΩ
Transliteration A: syskotázō Transliteration B: syskotazō Transliteration C: syskotazo Beta Code: suskota/zw

English (LSJ)

   A make dark, τὰ ἄστρα LXX Ez.32.7; ἡμέραν εἰς νύκτα σ. ib.Am.5.8.    II intr., grow quite dark, ὁ οὐρανὸς σ. νεφέλαις ib. 3 Ki.18.45, cf. Jl.3.15, al.:—but,    2 in early writers, always impers., ξυσκοτάζει (sc. ὁ θεός) it grows dark, Th.1.51, 7.73, cf. X.Cyr. 7.5.15, etc.; ἤδη συσκοτάζοντος (sc. τοῦ θεοῦ) when it was now getting dark, Lys.Fr.75.4, cf. Diocl.Fr.141; συσκοτάζοντος ἄρτι τοῦ θεοῦ Plb. 31.13.9.

German (Pape)

[Seite 1042] 1) umfinstern, umdunkeln, ganz verfinstern. – 2) intrans., rings finster, dunkel werden, ξυνεσκόταζε γὰρ ἤδη, Thuc. 1, 51. 7, 73 Xen. Cyr. 4, 5, 5 Dem. 54, 5, Pol. 31, 21, 9 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συσκοτάζω: ἐντελῶς σκοτίζω, ποιῶ τι σκοτεινόν, τὰ ἄστρα Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΛΒ΄, 7)· ἡμέραν εἰς νύκτα σ. αὐτόθι (Ἀμὼς Ε΄, 8). ΙΙ. ἀμεταβ., γίνομαι ὅλως σκοτεινός, ὁ οὐρανὸς συσκ. νεφέλαις αὐτόθι (Γ΄ Βασιλ. ΙΗ΄, 45, πρβλ. Ἰωὴλ Γ΄, 15, κ. ἀλλ.)· -ἀλλά, 2) παρὰ τοῖς δοκίμοις συγγραφ. ἀεὶ ἀπροσώπως, συσκοτίζει, «σκοτεινιάζει», σκότος γίνεται, Θουκ. 1. 51., 7. 73, Ξεν., κλπ.· ἤδη συσκοτάζοντος, ὅτε ἤδη ἤρχισε νὰ γίνηται σκότος, Λυσίου Ἀποσπ. 45. 4, πρβλ. ὕω, νίφω.

French (Bailly abrégé)

être obscur ; • impers. ξυνεσκόταζε ἤδη THC il faisait déjà nuit.
Étymologie: σύν, σκοτάζω.

Greek Monolingual

και αττ. τ. ξυσκοτάζω Α
1. καθιστώ κάτι εντελώς σκοτεινό («καὶ συσκοτάσω τοὺς ἀστέρας αὐτοῡ», ΠΔ)
2. γίνομαι εντελώς σκοτεινός («καὶ ὁ οὐρανὸς συνεσκότασε νεφέλαις», Πολ.)
3. απρόσ. συσκοτάζει ή ξυσκοτάζει
σκοτεινιάζει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -σκοτάζω (< σκότος)].

Greek Monotonic

συσκοτάζω: μέλ. -σω, σκοτεινιάζω, γίνομαι εντελώς σκοτεινός, βυθίζομαι στο σκοτάδι· απρόσ., συσκοτάζει, σκοτεινιάζει, πέφτει σκοτάδι, σε Θουκ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

συσκοτάζω: становиться темным, темнеть Lys., Xen., Dem.: ξυνεσκόταζε ἤδη Thuc. уже смеркалось.