ταμεσίχρως: Difference between revisions

From LSJ

Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt

Menander, Monostichoi, 640
(6)
(4b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τᾰμεσίχρως:''' ὁ, ἡ ([[τέμνω]]), αυτός που κόβει το [[δέρμα]], που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰμεσίχρως:''' οος adj. разрезающий кожу, ранящий ([[ἐγχείη]] Hom.).
}}
}}

Revision as of 04:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰμεσίχρως Medium diacritics: ταμεσίχρως Low diacritics: ταμεσίχρως Capitals: ΤΑΜΕΣΙΧΡΩΣ
Transliteration A: tamesíchrōs Transliteration B: tamesichrōs Transliteration C: tamesichros Beta Code: tamesi/xrws

English (LSJ)

οος, ὁ, ἡ, (τάμνω)

   A cutting the skin, wounding, χαλκός, ἐγχεῖαι, Il.4.511, 13.340.

German (Pape)

[Seite 1065] οος, die Haut, den Leib schneidend, verwundend; ταμεσίχροα χαλκόν, Il. 4, 511. 23, 803; ἐγχείας ταμεσίχροας, 13, 340; sp. D., wie Paul. Sil. 40 (XI, 60).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰμεσίχρως: οος, ὁ, ἡ, (τάμνω) ὁ τέμνων τὸ δέρμα, τραυματίζων, χαλκός, ἐγχείη Ἰλ. Δ. 511, Ν. 340.

French (Bailly abrégé)

οος (ὁ, ἡ)
qui coupe la peau, qui déchire le corps.
Étymologie: ταμεῖν, χρώς.

English (Autenrieth)

οος (τάμνω, χρώς): cutting the skin, sharp-cutting. (Il.)

Greek Monolingual

-οος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που κόβει, που τραυματίζει το δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. λ. σχηματισμένη από τον αόρ. β' ταμεῖν του ρ. τέμνω, κατά τα σύνθ. του τύπου τερψίμ-βροτος (βλ. λ. τέρπω) + -χρως (< χρώς, χρωτός «χρώμα, επιδερμίδα»)].

Greek Monotonic

τᾰμεσίχρως: ὁ, ἡ (τέμνω), αυτός που κόβει το δέρμα, που τραυματίζει, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τᾰμεσίχρως: οος adj. разрезающий кожу, ранящий (ἐγχείη Hom.).