φιλοικτίρμων: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοικτίρμων:''' -ον, αυτός που είναι [[επιρρεπής]] στο [[έλεος]], στην ευσπλαχνία, σε Ευρ., Πλάτ.
|lsmtext='''φῐλοικτίρμων:''' -ον, αυτός που είναι [[επιρρεπής]] στο [[έλεος]], στην ευσπλαχνία, σε Ευρ., Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλοικτίρμων:''' 2, gen. ονος склонный к состраданию, сострадательный Eur., Plat., Plut.
}}
}}

Revision as of 05:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικτίρμων Medium diacritics: φιλοικτίρμων Low diacritics: φιλοικτίρμων Capitals: ΦΙΛΟΙΚΤΙΡΜΩΝ
Transliteration A: philoiktírmōn Transliteration B: philoiktirmōn Transliteration C: filoiktirmon Beta Code: filoikti/rmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A prone to pity, compassionate, E.IT345, Pl.Mx.244e, Plu.Cam.17, Aristid.Or.46(3).39, etc.: τὸ φ. Plu. 2.959f, Ael.VH1.30. Adv. φῐλ-νως Poll.8.11.

German (Pape)

[Seite 1280] ονος, zum Mitleiden geneigt, mitleidig, barmherzig; Eur. I. T. 345; Plat. Menex. 244 e. – Adv. φιλοικτιρμόνως, Poll.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικτίρμων: -ον, ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς οἶκτον, πλήρης οἰκτιρμῶν, συμπαθής, εὔσπλαγχνος, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Ταύρ. 345, Πλάτ. Μενέξ. 244Ε, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φιλοίκτιρμον ὁ αὐτ. 2. 959F, Αἰλ., κλπ. ― Ἐπίρρ. -μόνως, Πολύδ. Η΄, 11. ― Ἴδε Κόντου Γλώσσ. Παρατηρ. σ. 154.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
miséricordieux ; τὸ φιλοίκτιρμον la compassion, la pitié.
Étymologie: φίλος, οἶκτος.

Greek Monolingual

-οίκτιρμον, Α
1. ο φιλεύσπλαγχνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοί
κτιρμον
οίκτος για τους άλλους.
επίρρ...
φιλοικτιρμόνως Α
με οίκτο, με έλεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκτίρμων «ελεήμων, φιλεύσπλαγχνος»].

Greek Monotonic

φῐλοικτίρμων: -ον, αυτός που είναι επιρρεπής στο έλεος, στην ευσπλαχνία, σε Ευρ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοικτίρμων: 2, gen. ονος склонный к состраданию, сострадательный Eur., Plat., Plut.