χειροτονητός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χειροτονητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με [[ανάταση]] χεριών, σε Αισχίν.· <i>ἀρχὴ χειροτονητή</i>, εκλεγμένη [[αρχή]], αντίθ. προς το <i>κληρωτή</i>, σε Αισχίν.
|lsmtext='''χειροτονητός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με [[ανάταση]] χεριών, σε Αισχίν.· <i>ἀρχὴ χειροτονητή</i>, εκλεγμένη [[αρχή]], αντίθ. προς το <i>κληρωτή</i>, σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''χειροτονητός:''' [adj. verb. к [[χειροτονέω]]<br /><b class="num">1)</b> избранный поднятием рук (ἀντιγραφεὺς τῇ πόλει Aeschin.; [[ἱερεύς]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> выборный ([[ἀρχή]] Aeschin.).
}}
}}

Revision as of 06:00, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειροτονητός Medium diacritics: χειροτονητός Low diacritics: χειροτονητός Capitals: ΧΕΙΡΟΤΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: cheirotonētós Transliteration B: cheirotonētos Transliteration C: cheirotonitos Beta Code: xeirotonhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A elected by show of hands, Aeschin.3.25, Arist.Ath.54.3; ἀρχὴ χ. an elective magistracy, opp. κληρωτή, Aeschin.1.19,113,3.14, Arist.Rh. Al.1424a14.

German (Pape)

[Seite 1347] adj. verb. zu χειροτονέω, vom Volke durch Händeausstrecken, durch Stimmenmehrheit gewählt, Aesch. oft, ἀρχή, Ggstz von κληρωτή, 1, 19.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονητός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθετ., ὁ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν ἐκλεχθείς, Αἰσχίν. 57. 23· ἀρχὴ χ., κατ’ ἐκλογὴν ὁριζομένη ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κληρωτή, ὁ αὐτὸς 3. 35., 16. 6., 55. 40· πρβλ. αἱρετός. ― Ἐπίρρ. χειροτονητῶς, διὰ χειροτονίας, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 209, 5, ἔκδ. Λ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
élu ou décrété par un vote à main levée ; ἀρχὴ χειροτονητή ESCHN magistrature élective.
Étymologie: χειροτονέω.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ χειροτονῶ
αυτός που εκλέγεται ή αναδεικνύεται με χειροτονία, με ανάταση τών χεριών και όχι με κλήρωση (α. «τὰς χειροτονητὰς ἀρχὰς ἁπάσας ἑνὶ περιλαβὼν ὀνόματι ὁ νομοθέτης», Αισχίν.
β. «ἐγὼ χειροτονητὸς ὑφ' ἁπάντων προκριθεὶς ἄρχων», Λουκιαν.).
επίρρ...
χειροτονητῶς Μ
με ανάταση τών χεριών.

Greek Monotonic

χειροτονητός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., εκλεγμένος με ανάταση χεριών, σε Αισχίν.· ἀρχὴ χειροτονητή, εκλεγμένη αρχή, αντίθ. προς το κληρωτή, σε Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

χειροτονητός: [adj. verb. к χειροτονέω
1) избранный поднятием рук (ἀντιγραφεὺς τῇ πόλει Aeschin.; ἱερεύς Plut.);
2) выборный (ἀρχή Aeschin.).