Χῖος: Difference between revisions
(4b) |
(4b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''Χῖος:''' хиосский ([[ναῦς]] Thuc.; [[ἄνθρωπος]] Dem.; [[οἶνος]] Arph.): Χ. [[ἀοιδός]] Theocr. = [[Ὃμηρος]]. | |elrutext='''Χῖος:''' хиосский ([[ναῦς]] Thuc.; [[ἄνθρωπος]] Dem.; [[οἶνος]] Arph.): Χ. [[ἀοιδός]] Theocr. = [[Ὃμηρος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Χῖος:''' <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> хиосец Her., Thuc.,;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[οἶνος]]) хиосское вино Arph., Anth.;<br /><b class="num">3)</b> (sc. [[βόλος]]) хиосский бросок (самый неудачный при игре в кости Anth.): ἀστραγάλους Χίους [[βαλεῖν]] Arst. сделать хиосские броски. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 1 January 2019
English (LSJ)
α, ον, (contr. from Χίιος)
A of or from Chios, Χῖαι [κρηπῖδες] Hp.Art.62, cf. Aristomen.11, etc.; σύκινα PCair.Zen.33.12 (iii B. C.); Χ. ἀοιδός, i. e. Homer, Theoc.7.47; χ. ἄνθρωπος D.35.52: prov., Χῖος δεσπότην ὠνήσατο 'caught a Tartar', Eup.269. b esp. οἶνος Χ. Ar.Ec.1139: freq. without οἶνος, Id.Fr.216.3, etc.; ἐν ἀκρήτῳ Χίῳ AP7.422 (Leon.). 2 as Subst., Χῖοι or οἱ Χῖοι the Chians; without Art., Hdt.1.142, Th.1.19, 3.32, etc.; with Art., Id.8.15,22, etc. II ὁ Χῖος (sc. βόλος), = κύων v1, the worst throw of the dice (cf. χιάς), i. e. the external face of the ἀστράγαλος (Ruf.Oss. 38), with the ace-dot, opp. Κῷος (q. v.), Χῖος παραστὰς Κῷον οὐκ ἐᾷ λέγειν Stratt.23, cf. Arist.Cael.292a29, AP7.422 (Leon.), Poll. 7.204, 205, Zen.4.74: hence prov., Χῖος πρὸς Κῷον ibid. (in Arist. HA499b29 χῖα is cj. for ἰσχία, κῷα for κῶλα). 2 οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, v. Κέως. III Χία, ἡ, = μαστίχη, Gloss.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
originaire de Chios : οἱ Χῖοι, ou sans art. Χῖοι, les habitants de Chios ; Χία ναῦς, d’où subst. ἡ Χία, vaisseau de Chios.
English (Slater)
Χῑος (?) v. Ὅμηρος test., fr. 264; v. ὠαρίων test., fr. 72.
Greek Monotonic
Χῖος: ,-α, -ον (συνηρ. αντί Χίιος)·
I. 1. Χιώτης, αυτός που ανήκει ή κατάγεται από τη Χίο, Χῖος ἀοιδός, δηλ. ο Όμηρος, σε Θεόκρ.· Χῖος οἶνος, σε Αριστοφ.· ομοίως, Χῖος μόνο του, σε Ανθ.
2. ως ουσ., Χῖοι, οἱ, οι κάτοικοι της Χίου, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. ὁ χῖος (ενν. βόλος), το χειρότερο ρίξιμο των κύβων, το «ασσό-δυο» καλείται Χῖος, αντίθ. προς το Κῷος· για το οὐ Χῖος ἀλλὰ Κεῖος, βλ. Κέως.
Russian (Dvoretsky)
Χῖος: хиосский (ναῦς Thuc.; ἄνθρωπος Dem.; οἶνος Arph.): Χ. ἀοιδός Theocr. = Ὃμηρος.
Russian (Dvoretsky)
Χῖος: II ὁ
1) хиосец Her., Thuc.,;
2) (sc. οἶνος) хиосское вино Arph., Anth.;
3) (sc. βόλος) хиосский бросок (самый неудачный при игре в кости Anth.): ἀστραγάλους Χίους βαλεῖν Arst. сделать хиосские броски.