Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χρυσόβωλος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
(6)
(4b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χρῡσόβωλος:''' -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό [[έδαφος]], σε Ευρ.
|lsmtext='''χρῡσόβωλος:''' -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό [[έδαφος]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''χρῡσόβωλος:''' богатый золотоносными пластами (γῆς [[λέπας]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσόβωλος Medium diacritics: χρυσόβωλος Low diacritics: χρυσόβωλος Capitals: ΧΡΥΣΟΒΩΛΟΣ
Transliteration A: chrysóbōlos Transliteration B: chrysobōlos Transliteration C: chrysovolos Beta Code: xruso/bwlos

English (LSJ)

ον,

   A with soil of gold, i.e. containing gold, γῆς λέπας E.Rh.921.

German (Pape)

[Seite 1380] mit goldenen, goldhaltigen Erdschollen, Eur. Rhes. 921.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόβωλος: -ον, ὁ ἔχων βώλους ἢ ἔδαφος ἐκ χρυσοῦ, δηλαδὴ περιέχων χρυσόν, γῆς λέπας Εὐρ. Ρῆσ. 921.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux mottes d’or.
Étymologie: χρυσός, βῶλος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (για έδαφος) αυτός που περιέχει βώλους χρυσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -βωλος (< βῶλος «χώμα, έδαφος»), πρβλ. καλλί-βωλος].

Greek Monotonic

χρῡσόβωλος: -ον (βῶλον), αυτός που έχει χρυσό έδαφος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσόβωλος: богатый золотоносными пластами (γῆς λέπας Eur.).