διαμορφόω: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
(1b) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαμορφόω:''' придавать образ, формировать (δρῦν [[ὥσπερ]] [[τρόπαιον]], λέγει [[Πλάτων]] τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plut.). | |elrutext='''διαμορφόω:''' придавать образ, формировать (δρῦν [[ὥσπερ]] [[τρόπαιον]], λέγει [[Πλάτων]] τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plut.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διαμορφόω [διάμορφος] omvormen:. δρῦν... διεμόρφωσεν ὥσπερ τρόπαιον hij vormde een boom om tot een overwinningsteken Plut. Rom. 16.4. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 1 January 2019
English (LSJ)
A give form to, shape, ψυχὴν πρὸς εἶδος Ph.2.368; δρῦν ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16:—Pass., διαμεμορφωμένος articulate, Id.2.722c, cf. Ath.Med. ap. Orib.22.9.4.
German (Pape)
[Seite 590] gestalten, δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, Plut. Rom. 17, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διαμορφόω: δίδω μορφὴν εἴς τι, σχηματίζω, Πλούτ. 2. 722C, κλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
donner une forme, façonner.
Étymologie: διά, μορφόω.
Spanish (DGE)
1 dar forma, configurar τὴν ψυχὴν πρὸς δόκιμον εἶδος Ph.2.368, δρῦν ... ὥσπερ τρόπαιον Plu.Rom.16, γῆν ... ταῖς σαῖς χερσί Gr.Nyss.V.Macr.397.8, ἐκ γῆς μὲν αὐτῷ ... τὸ σῶμα Bas.Sel.Or.M.85.328A, ἡ φαντασία ... τὸ σχῆμα ἀφ' ἑαυτῆς Simp.in de An.214.9, cf. Syrian.in Metaph.140.2, Eustr.in APo.93.5, en v. pas. θᾶσσον διαμορφοῦται τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος Ath.Med. en Orib.Inc.16.4, λέγει δὲ τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plu.2.1030e
•de la voz articular τὸ σχῆμα τῆς φωνῆς ... διαμεμορφωμένον Plu.2.722c.
2 representar alegóricamente τὰ τοῖς ἀρχαίοις συμβεβηκότα ... εἰς τύπον τῶν νοητῶν Cyr.Al.M.68.149C, ἐν εἴδει τῷ γυναικὸς ... τὴν ... ἀρετήν Cyr.Al.M.68.377B, cf. Thdt.Eran.225.
Russian (Dvoretsky)
διαμορφόω: придавать образ, формировать (δρῦν ὥσπερ τρόπαιον, λέγει Πλάτων τὴν ὕλην διαμορφωθῆναι ὑπὸ τῆς ψυχῆς Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαμορφόω [διάμορφος] omvormen:. δρῦν... διεμόρφωσεν ὥσπερ τρόπαιον hij vormde een boom om tot een overwinningsteken Plut. Rom. 16.4.