κάπη: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(2b) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κάπη:''' (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.). | |elrutext='''κάπη:''' (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 1 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, (κάπτω)
A crib, manger, [ἵππους] κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.
German (Pape)
[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.
Greek (Liddell-Scott)
κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.
English (Autenrieth)
pl. dat. κάπῃσι: crib, manger, Od. 4.40, Il. 8.434.
Greek Monolingual
κάπη, ἡ (Α)
η φάτνη («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. κάπτω και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ ρίζα kap «λαμβάνω, πιάνω»].
Greek Monotonic
κάπη: [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτω)· φάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
κάπη: (ᾰ) ἡ (только pl.) ясли (τοὺς ἵππους κατέδησαν ἐφ᾽ ἱππείῃσι κάπῃσιν Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάπη -ης, ἡ [~ κάπτω] voederbak.