κατανόημα: Difference between revisions
καὶ ἄλλως δὲ πολυειδῶς συζευγνύουσι τοῖς πράγµασι τὰ µαθήµατα, ὡς καὶ τῶν πραγµάτων ὁµοιοῦσθαι τοῖς µαθήµασι δυναµένων καὶ τῶν µαθηµάτων τοῖς πράγµασι φύσιν ἐχόντων ἀπεικάζεσθαι καὶ ἀµφοτέρων πρὸς ἄλληλα ἀνθοµοιουµένων → they couple mathematical objects to things in several other ways as well, since things can be assimilated to mathematical objects, and mathematical objects can by nature be likened to things, both being in a relation of mutual resemblance
(2b) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κατανόημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> понимание, знание (τῶν [[θεῶν]], τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.). | |elrutext='''κατανόημα:''' ατος τό<b class="num">1)</b> понимание, знание (τῶν [[θεῶν]], τοῦ κόσμου Plat.);<br /><b class="num">2)</b> мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 1 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A purpose, contrivance, τὸ τῶν θεῶν τοῦ κόσμου κ. Pl.Epin.987d; κ. Χρηματιστικόν Arist.Pol.1259a7.
German (Pape)
[Seite 1366] τό, das Bemerkte, die Beobachtung, Wahrnehmung, τοῦ κόσμου Plat. Epin. 987 d; bei Arist. pol. 1, 11 das Ausgesonnene, Erfindung.
Greek (Liddell-Scott)
κατανόημα: τό, κατανοηθέν, ἐπινόημα, ἐφεύρεσις, Πλάτ. Ἐπιν. 987D, Ἀριστ. Πολ. 1. 11, 8.
Greek Monolingual
κατανόημα, τὸ (Α) κατανοώ
επινόημα, εφεύρεση («τοῡτο γάρ ἐστι κατανόημά τι χρηματιστικόν», Αριστοτ.).
Russian (Dvoretsky)
κατανόημα: ατος τό1) понимание, знание (τῶν θεῶν, τοῦ κόσμου Plat.);
2) мысль, выдумка, изобретение (κ. χρηματιστικον Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατανόημα -ατος, τό [κατανοέω] bedenksel, vondst.