διάτροπος: Difference between revisions
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
(1b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διάτροπος:''' разнообразный разнохарактерный ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.). | |elrutext='''διάτροπος:''' разнообразный разнохарактерный ([[φύσεις]] βροτῶν Eur.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:00, 1 January 2019
English (LSJ)
ον,
A various in dispositions, τρόποις E.IA559 codd.
Greek (Liddell-Scott)
διάτροπος: -ον, ποικίλος τὰς διαθέσεις, εὐμετάβλητος, ἀσταθής, τρόποις Εὐρ. Ι.Α. 560.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changeant, mobile.
Étymologie: διατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον cambiante τρόποι E.IA 559 (cód.).
Greek Monolingual
διάτροπος, -ον (Α) διατρέπω
αυτός που τρέπεται προς διάφορες κατευθύνσεις, ευμετάβλητος, ασταθής.
Greek Monotonic
διάτροπος: -ον, ποικίλος σε διαθέσεις, ευμετάβολος, ασταθής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διάτροπος: разнообразный разнохарактерный (φύσεις βροτῶν Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάτροπος -ον [διατρέπω] wisselend.