κρόκεος: Difference between revisions
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(3) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κρόκεος:''' шафранового цвета, шафранный ([[εἷμα]] Pind.; [[πέπλος]], πέταλα Eur.). | |elrutext='''κρόκεος:''' шафранового цвета, шафранный ([[εἷμα]] Pind.; [[πέπλος]], πέταλα Eur.). | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 1 January 2019
English (LSJ)
ον, (κρόκος)
A saffron-coloured, Pi.P.4.232 (nisi leg. κροκόεν), E.Hec.468 (lyr.), Ion889 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κρόκεος: -ον, (κρόκος) ἔχων τὸ χρῶμα κρόκου, Πινδ. Π. 4. 412, Εὐριπ. Ἑκάβ. 468, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a la couleur du safran.
Étymologie: κρόκος.
English (Slater)
κρόκεος
1 saffron ἀπὸ κρόκεον ῥίψαις Ἰάσων εἶμα (v. l. κροκόεν) (P. 4.232)
Greek Monolingual
κρόκεος, -ον, και ποιητ. τ. κροκήϊος, -ίη, -ον (Α)
αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, κίτρινος («ἐν κροκέῳ πέπλῳ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρόκος + επίθημα -εος / -ήϊος (πρβλ. χάλκ-εος / χαλκ-ήϊος, κεράμ-εος / κεραμ-ήϊος)].
Greek Monotonic
κρόκεος: -ον (κρόκος), αυτός που έχει το χρώμα του κρόκου, σε Πίνδ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κρόκεος: шафранового цвета, шафранный (εἷμα Pind.; πέπλος, πέταλα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρόκεος -ον [κρόκος] saffraankleurig.