παρθενεία: Difference between revisions

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source
(3b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρθενεία:''' ἡ девичество Eur.
|elrutext='''παρθενεία:''' ἡ девичество Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=παρθενεία -ας, ἡ zie παρθενία.
}}
}}

Revision as of 07:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρθενεία Medium diacritics: παρθενεία Low diacritics: παρθενεία Capitals: ΠΑΡΘΕΝΕΙΑ
Transliteration A: partheneía Transliteration B: partheneia Transliteration C: partheneia Beta Code: parqenei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A virginity, E.Heracl.592, Tr.980 :—more freq. παρθενία, Ep. παρθενίη, Sapph.102, Pi.I.8(7).48, A.Pr.898 (lyr.), E.Ph.1487 (lyr.), Arist.Pr.894b35, A.R.2.502, LXX Je.3.4, Parth.26.2, Sor.1.30 ; ἀπὸ τῆς π. or ἀπὸπ., Ev.Luc.2.36, IG12(7).395.20 (Amorgos) ; ἐκ π. Plu.Brut.13, PSI1.41.5 (iv A.D.) ; of a man, Ach. Tat.5.20.

German (Pape)

[Seite 521] ἡ, Jungfrauenschaft, Eur. Troad. 980 u. öfter. S. παρθενία.

Greek (Liddell-Scott)

παρθενεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς παρθένου, Εὐρ. Ἡρακλ. 592, Τρῳ. 980˙ ὡσαύτως παρθενία Πινδ. Ι. 8. 95, Αἰσχύλ. Π. 898, Εὐρ. Φοίν. 1487, Ἀριστ. Προβλ. 9. 36, 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
virginité.
Étymologie: παρθένος.

Greek Monolingual

η
παρθενεύω η ιδιότητα της παρθένου, παρθενιά.

Greek Monotonic

παρθενεία: ἡ (παρθένος), παρθενία, παρθενικότητα, αγνότητα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

παρθενεία: ἡ девичество Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρθενεία -ας, ἡ zie παρθενία.