Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ποδεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(33)
(nl)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πόδειον]], τὸ, Α<br />[[ταινία]] [[γύρω]] από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i>].
|mltxt=και [[πόδειον]], τὸ, Α<br />[[ταινία]] [[γύρω]] από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ειον</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=ποδεῖον of πόδειον -ου, τό [πούς] schoeisel; ook plur.. Critias B 65.
}}
}}

Revision as of 08:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδεῖον Medium diacritics: ποδεῖον Low diacritics: ποδείον Capitals: ΠΟΔΕΙΟΝ
Transliteration A: podeîon Transliteration B: podeion Transliteration C: podeion Beta Code: podei=on

English (LSJ)

τό, (πούς)

   A sock or legging, puttee (expld. by εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.; ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 642] od. πόδειον, τό, auch πόδιον, eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ποδεῖον: τό, (ποὺς) = πελλαστή, ἐνείλημα ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ τύπος πόδειον παρὰ Φωτ. εἶναι πλημμελής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, ἤγουν φασκίας».

Greek Monolingual

και πόδειον, τὸ, Α
ταινία γύρω από τα σφυρά και τους αστραγάλους τών δρομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κατάλ. -ειον].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδεῖον of πόδειον -ου, τό [πούς] schoeisel; ook plur.. Critias B 65.