σεληνιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge

Source
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σεληνιάζομαι:''' быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.
|elrutext='''σεληνιάζομαι:''' быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.
}}
{{elnl
|elnltext=σεληνιάζομαι [σελήνη] maanziek zijn, aan epilepsie lijden.
}}
}}

Revision as of 08:44, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεληνιάζομαι Medium diacritics: σεληνιάζομαι Low diacritics: σεληνιάζομαι Capitals: ΣΕΛΗΝΙΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: selēniázomai Transliteration B: selēniazomai Transliteration C: seliniazomai Beta Code: selhnia/zomai

English (LSJ)

Pass.,

   A to be moonstruck, i.e. epileptic, Ev.Matt.4.24, 17.15, Vett.Val.113.10.    2 to be sublunar, i.e. subject to change and decay, -ομένης τῆς φύσεως Zos.Alch.p.107 B., cf. Cat.Cod.Astr.8(3).146.

Greek (Liddell-Scott)

σεληνιάζομαι: ἀποθ., προσβάλλομαι ὑπὸ τῆς σελήνης, καταλαμβάνομαι ὑπὸ σεληνισμοῦ ἢ ἐπιληψίας, Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄, 24, ιζ΄, 15, πρβλ. κ. Μάρκ. θ΄, 17, κ. Λουκ. θ΄, 39· ἴδε Ὠριγέν. 3. 575-577, κατὰ τὸν Καισάριον ἐν Ζητ. 50, ὅστις φανερῶς ταυτίζει σεληνιασμὸν καὶ ἐπιληψίαν.

English (Strong)

middle voice or passive from a presumed derivative of σελήνη; to be moon-struck, i.e. crazy: be a lunatic.

English (Thayer)

(σελήνη); (literally, to be moon-struck (cf. lunatic); see Wetstein on BB. DD., under the word <TOPIC:Lunatic>); to be epileptic (epilepsy being supposed to return and increase with the increase of the moon): Manetho carm. 4,81,217; (Lucian, others); ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ΝΑ, και σεληνάζω Α σελήνη
1. επηρεάζομαι ψυχολογικά από τις φάσεις της σελήνης
2. πάσχω από επιληψία
αρχ.
1. ζω κάτω από την σελήνη
2. (κατ' επέκτ.) μεταβάλλομαι, φθείρομαι.

Greek Monotonic

σεληνιάζομαι: αποθ., έχω προσβληθεί από τη νόσο του φεγγαριού, δηλ. είμαι επιληπτικός, πάσχω από επιληψία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σεληνιάζομαι: быть лунатиком, т. е. страдать припадками душевной болезни NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σεληνιάζομαι [σελήνη] maanziek zijn, aan epilepsie lijden.