τρίδραχμος: Difference between revisions

From LSJ

ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware

Source
(4b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τρίδραχμος:''' весом или стоимостью в три драхмы: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.
|elrutext='''τρίδραχμος:''' весом или стоимостью в три драхмы: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.
}}
{{elnl
|elnltext=τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίδραχμος Medium diacritics: τρίδραχμος Low diacritics: τρίδραχμος Capitals: ΤΡΙΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: trídrachmos Transliteration B: tridrachmos Transliteration C: tridrachmos Beta Code: tri/draxmos

English (LSJ)

ον,

   A worth three drachmas, Id.Pax1202.    II τρίδραχμος, ἡ, the threedrachma tax, PRyl.216.25, al. (ii/iii A. D.).    III τρίδραχμον, τό, three drachmas, Poll.6.165.

German (Pape)

[Seite 1142] drei Drachmen werth, schwer, κάδοι Ar. Pax 1168; τὸ τρίδραχμον, drei Drachmen, Poll 9, 60.

Greek (Liddell-Scott)

τρίδραχμος: -ον, ὁ ἔχων ἀξίαν ἢ βάρος τριῶν δραχμῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1202. ΙΙ. τρίδραχμον, τό, νόμισμα τριῶν δραχμῶν, Πολυδ. ϛʹ, 165.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de la valeur de trois drachmes.
Étymologie: τρεῖς, δραχμή.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίδραχμος, -ον, ΝΑ
το ουδ. ως ουσ. το τρίδραχμο(ν)
νόμισμα τριών δραχμών
αρχ.
1. αυτός που έχει βάρος ή αξία τριών δραχμών
2. το θηλ. ως ουσ. τρίδραχμος
φόρος τριών δραχμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -δραχμος (< δραχμή), πρβλ. ὀκτά-δραχμος].

Greek Monotonic

τρίδραχμος: -ον, αυτός που έχει αξία ή βάρος τριων δραχμών, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρίδραχμος: весом или стоимостью в три драхмы: τρίδραχμόν τι ἐμπολᾶν Arph. продавать что-л. за три драхмы.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίδραχμος -ον [τρι -, δραχμή] drie drachmen waard.