τριακόσιοι: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
(4b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''τριᾱκόσιοι:''' ион. [[τριηκόσιοι]], αι, α οἱ, αἱ, τά (реже sing.) триста: οἱ τ. Her., Plut. триста спартанцев (павших у Фермопил), суд трехсот (судебный орган в Мегаре) Dem. или триста самых богатых членов симмории Dem.; ἵπττος τριακοσίη Xen. конный отряд в триста человек.
|elrutext='''τριᾱκόσιοι:''' ион. [[τριηκόσιοι]], αι, α οἱ, αἱ, τά (реже sing.) триста: οἱ τ. Her., Plut. триста спартанцев (павших у Фермопил), суд трехсот (судебный орган в Мегаре) Dem. или триста самых богатых членов симмории Dem.; ἵπττος τριακοσίη Xen. конный отряд в триста человек.
}}
{{elnl
|elnltext=τριᾱκόσιοι -αι -α, Ion. τριηκόσιοι [τρεῖς, ἑκατόν] driehonderd; subst. οἱ τριακόσιοι de Driehonderd (in Athene de 300 rijkste burgers; in Megara leden van een rechtbank; de 300 Spartiaten in Thermopylae).
}}
}}

Revision as of 09:08, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐᾱκόσιοι Medium diacritics: τριακόσιοι Low diacritics: τριακόσιοι Capitals: ΤΡΙΑΚΟΣΙΟΙ
Transliteration A: triakósioi Transliteration B: triakosioi Transliteration C: triakosioi Beta Code: triako/sioi

English (LSJ)

Ep. and Ion. τρῐηκ-, Dor. τριακάτιοι (q. v.), αι, α,

   A three hundred, Il.11.697, Hes. Th.715, Hdt.7.202, etc.    II οἱ τ. at Athens, the richest members of the συμμορίαι, D.2.29, 18.171, etc.    2 a judicial body at Megara, Id.19.295: cf. τριακάσιοι.

Greek (Liddell-Scott)

τριακόσιοι: τριακόσιοι, Ἐπιγρ. Τεγέας, L. et. F. 340e.

French (Bailly abrégé)

αι, α;
trois cents ; collect. au sg. ἵππος τριακόσιος XÉN corps de trois cents hommes de cavalerie.
Étymologie: τρεῖς, -κόσιοι.

English (Strong)

plural from τρεῖς and ἑκατόν; three hundred: three hundred.

English (Thayer)

τριακόσιαι, τριακόσια, three hundred: Homer down.)

Greek Monolingual

-ες, -α / τριακόσιοι, -αι, -α, ΝΜΑ, και τρακόσ(ι)οι, -ες, -α, Ν, και τριακάσιοι και ιων. τ. τριηκόσιοι και δωρ. τ. τριακάτιοι, -αι, -α, Α
(απόλ. αριθμ.)
1. αυτοί που αποτελούνται από τρεις εκατοντάδες
2. (το ουδ.) ποσότητα τριών εκατοντάδων
3. το αρσ. ως ουσ. οι τριακόσιοι
οι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες μαζί με τον Λεωνίδα το 480 π.Χ. πολεμώντας τους Πέρσες εισβολείς
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρ(ι)ακόσ(ι)α
α) ο αριθμός 300 και η συμβολική του παράσταση
β) το έτος 300
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. α) (στην Αθήνα) οι πιο πλούσιοι από τις συμμορίες, δηλ. από τις φορολογούμενες ομάδες τών πολιτών
β) δικαστικό συνέδριο στα Μέγαρα και στη Σπάρτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ: τριᾱ- (βλ. λ. τριά-κοντα) + -κόσιοι < -κάτιοι (βλ. λ. εκατό), όπου το -ο- αναλογικά προς τα -κοντα / -κοστός (πρβλ. τριά-κοντα, τρια-κοστός), ενώ το -σ- με συριστικοποίησή του -τ- πριν από το -ι- (πρβλ. φύσις: φυτό)].

Greek Monotonic

τριᾱκόσιοι: Ιων. τριηκόσιοι, -αι, -α,
I. τριακόσιοι, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης, με περιληπτικό όνομα στον ενικό, ἵππος τριακόσιος, σε Ξεν.
II. 1. οἱ τριακόσιοι, στην Αθήνα, οι πλουσιώτατοι των συμμοριῶν, οι οποίοι διηύθυναν τις υποθέσεις αυτών, σε Δημ.
2. οι Τριακόσιοι Σπαρτιάτες που έπεσαν στις Θερμοπύλες, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τριᾱκόσιοι: ион. τριηκόσιοι, αι, α οἱ, αἱ, τά (реже sing.) триста: οἱ τ. Her., Plut. триста спартанцев (павших у Фермопил), суд трехсот (судебный орган в Мегаре) Dem. или триста самых богатых членов симмории Dem.; ἵπττος τριακοσίη Xen. конный отряд в триста человек.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριᾱκόσιοι -αι -α, Ion. τριηκόσιοι [τρεῖς, ἑκατόν] driehonderd; subst. οἱ τριακόσιοι de Driehonderd (in Athene de 300 rijkste burgers; in Megara leden van een rechtbank; de 300 Spartiaten in Thermopylae).