συμπεριπλοκή: Difference between revisions
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(4) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement, enchaînement.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριπλέκω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />entrelacement, enchaînement.<br />'''Étymologie:''' [[συμπεριπλέκω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A inter-connexion, τῶν πραγμάτων Luc.Hist. Conscr.55.
German (Pape)
[Seite 986] ἡ, das Mitumfassen; Luc. amor. 53; τῶν πραγμάτων, hist. conscr. 55.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριπλοκή: ἡ, ἡ ἀμοιβαία περιπλοκή, ἡ μετ’ ἀλλήλων πλοκή, τῶν πραγμάτων Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 55.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
entrelacement, enchaînement.
Étymologie: συμπεριπλέκω.
Greek Monolingual
ἡ, Α συμπεριπλέκομαι
η μεταξύ διαφόρων πραγμάτων πλοκή, σύνθεση («τὸ σαφὲς ἐπανθείτω τῇ τε λέξει... μεμηχανευμένον καὶ τῇ συμπεριπλοκῇ τῶν πραγμάτων», Λουκιαν.).
Greek Monotonic
συμπεριπλοκή: ἡ (περιπλέκω), περιπλοκή πολλών μαζί, ανακάτωμα, μπέρδεμα, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμπεριπλοκή -ῆς, ἡ [σύν, περιπλέκω] het in elkaar vlechten.
Russian (Dvoretsky)
συμπεριπλοκή: ἡ тесное переплетение, связывание (τῶν πραγμάτων Luc.).