ὀρειβασία: Difference between revisions
καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳ νοῆσαι → and silence is often the wisest thing for a man to heed, and often is man's best wisdom to be silent, and often keeping silent is the wisest thing for a man to heed
(5) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?)(\n\}\}\n\{\{grml\n\|mltxt=)(.*?\n\}\}\n)" to "\1<br />\3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρειβάσια]], τὰ (Α) [[ορειβάτης]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) θρησκευτική [[εορτή]] [[κατά]] την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές. | |mltxt=[[ὀρειβάσια]], τὰ (Α) [[ορειβάτης]]<br />(ενν. [[ἱερά]]) θρησκευτική [[εορτή]] [[κατά]] την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.<br />η (Α [[ὀρειβασία]]) / [[ορειβάτης]]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[ανάβαση]] στα όρη, [[ιδίως]] ως [[άθλημα]], [[αλπινισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br />η [[περιπλάνηση]] στα όρη, το [[βάδισμα]] στα όρη. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀρειβᾰσία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ζωή]] ορειβάτη, ο [[τρόπος]] ζωής του, σε Στράβ. <b>II.[[ὀρειβάσια]]</b> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τὰ</i> ([[βαίνω]]), [[γιορτή]] κατά την οποία οι άνθρωποι διέσχιζαν τα βουνά σε [[πομπή]], στον ίδ. | |lsmtext='''ὀρειβᾰσία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[ζωή]] ορειβάτη, ο [[τρόπος]] ζωής του, σε Στράβ. <b>II.[[ὀρειβάσια]]</b> (ενν. [[ἱερά]]), <i>τὰ</i> ([[βαίνω]]), [[γιορτή]] κατά την οποία οι άνθρωποι διέσχιζαν τα βουνά σε [[πομπή]], στον ίδ. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:04, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A wandering on mountains, in pl., Str.10.3.23, Ael.NA3.2, Max.Tyr.34.1.
German (Pape)
[Seite 371] ἡ, das Wandeln auf, über die Berge; Ael. H. A. 3, 2; Strab. 10, 3 a. E., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειβᾰσία: ἡ, τὸ ὀρειβατεῖν, Στράβ. 474, Αἰλ. π. Ζ. 3. 2. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 503.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
marche dans les montagnes.
Étymologie: ὀρειβάτης.
Greek Monolingual
ὀρειβάσια, τὰ (Α) ορειβάτης
(ενν. ἱερά) θρησκευτική εορτή κατά την οποία οι συμμετέχοντες περνούσαν τα όρη με πανηγυρικές τελετές.
η (Α ὀρειβασία) / ορειβάτης]
νεοελλ.
η ανάβαση στα όρη, ιδίως ως άθλημα, αλπινισμός
αρχ.
η περιπλάνηση στα όρη, το βάδισμα στα όρη.
Greek Monotonic
ὀρειβᾰσία: ἡ,
I. ζωή ορειβάτη, ο τρόπος ζωής του, σε Στράβ. II.ὀρειβάσια (ενν. ἱερά), τὰ (βαίνω), γιορτή κατά την οποία οι άνθρωποι διέσχιζαν τα βουνά σε πομπή, στον ίδ.