ἠνεκής: Difference between revisions
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
(16) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἠνεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει, που οδηγεί [[μπροστά]], που εκτείνεται [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]], [[πλατύς]], [[μακρύς]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠνεκές</i><br />[[χωρίς]] [[διακοπή]], [[συνεχώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠνεκέως</i> (Α)<br />αδιάκοπα, [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διηνεκής]]. | |mltxt=[[ἠνεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φέρει, που οδηγεί [[μπροστά]], που εκτείνεται [[μακριά]]<br /><b>2.</b> [[εκτεταμένος]], [[πλατύς]], [[μακρύς]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἠνεκές</i><br />[[χωρίς]] [[διακοπή]], [[συνεχώς]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἠνεκέως</i> (Α)<br />αδιάκοπα, [[συνεχώς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[διηνεκής]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=See also: s. [[διηνεκής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:11, 2 January 2019
English (LSJ)
ές,
A bearing onwards, i.e. far-stretching, ἠνεκέεσσι τρίβοις Nic.Al.592. Adv. -κέως continuously, without break, τὸ πάντων νόμιμον . . ἠ. τέταται Emp.135.2: neut. ἠνεκές as Adv., Arat.445, Call. Aet.1.2.8; of Time, ἠνεκὲς αἰέν Emp.17.35, cf. Nic.Al.517, etc. (Found in early Ep. only in compds., such as διηνεκής.)
German (Pape)
[Seite 1171] ές (ενεκω, ἐνεγκεῖν), weithin-, ausgedehnt, τρίβοι, Nic. Al. 605; – ἠνεκές, adv., lange, ib. 517 u. a. Sp.; – ἠνεκέως, Empedocl. bei Arist. rhet. 1, 13, ἠν. τέταται, lang hin u. ununterbrochen.
Greek (Liddell-Scott)
ἠνεκής: -ές, φέρων, ὁδηγῶν ἐμπρός, δηλ. ἐπὶ μακρὸν ἐκτεινόμενος, ἠνεκέεσι τρίβοις Νικ. Ἀλ. 605. -Ἐπίρρ. -κέως, ὡς τὸ διηνεκῶς, ζανεκέως, συνεχῶς, ἀδιακόπως, αὐτόθι 517, Ἐμπεδ. 439· οὕτως, ἠνεκὲς Ἄρατ. 445· καὶ ἐπὶ χρόνου, Καλλ. Ἀποσπ. 138, Νικ. Ἀλ. 517, κτλ. Ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς παλαιοῖς συγγραφεῦσι μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις διηνεκής, κεντρηνεκής, ἃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἠνεκής, -ές (Α)
1. αυτός που φέρει, που οδηγεί μπροστά, που εκτείνεται μακριά
2. εκτεταμένος, πλατύς, μακρύς
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἠνεκές
χωρίς διακοπή, συνεχώς.
επίρρ...
ἠνεκέως (Α)
αδιάκοπα, συνεχώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. διηνεκής.
Frisk Etymological English
See also: s. διηνεκής.