ἀμορβός: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
(3)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμορβός]], ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> [[βοσκός]], [[χοιροβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. [[αντί]] <i>ἁμαρβὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτὴ</i> «ταυτόχρονα, [[μαζί]] με» <span style="color: red;">+</span> <i>βῆναι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμορβαῖος]], [[ἀμορβεύς]], [[ἀμορβεύω]], <i>ἀμορβέω</i>, <i>ἀμορβής</i>, -<i>ές</i>].
|mltxt=[[ἀμορβός]], ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)<br /><b>1.</b> [[ακόλουθος]], [[υπηρέτης]]<br /><b>2.</b> [[βοσκός]], [[χοιροβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. [[αντί]] <i>ἁμαρβὸς</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁμαρτὴ</i> «ταυτόχρονα, [[μαζί]] με» <span style="color: red;">+</span> <i>βῆναι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀμορβαῖος]], [[ἀμορβεύς]], [[ἀμορβεύω]], <i>ἀμορβέω</i>, <i>ἀμορβής</i>, -<i>ές</i>].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m. f.<br />Meaning: [[follower]], [[shepherd]] (Call.).<br />Derivatives: Adj. <b class="b3">ἀμορβαῖος</b> said of <b class="b3">χαράδραι</b> (Nic. Th. 28, 489), meaning unclear; scholiasts render it with <b class="b3">ποιμενικαί</b> or <b class="b3">σκοτεινώδεις</b> (just guesses?); cf. EM 85, 20: <b class="b3">ἀμορβης καὶ ἀμορβές σημαινει τὸ μεσονύκτιον παρὰ την ὄρφνην</b> .... <b class="b3">σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον</b>. - <b class="b3">ἀμορβίτης</b> see [[ἀμόρα]].<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unknown. See Pisani Ist. Lomb. 77, 541 (whose own explanation as <b class="b3">*ἁμορ-β-ός</b>, to <b class="b3">ἁμαρ-τή</b> (from <b class="b3">*ἁμαρ-στη</b>) and <b class="b3">βῆναι</b> is most improbable).
}}
}}

Revision as of 23:00, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμορβός Medium diacritics: ἀμορβός Low diacritics: αμορβός Capitals: ΑΜΟΡΒΟΣ
Transliteration A: amorbós Transliteration B: amorbos Transliteration C: amorvos Beta Code: a)morbo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A follower, attendant, Call.Dian.45: esp. herdsman, shepherd, Id.Hec.6, Nic. Th.49, Opp.C.1.132.    II as Adj., dark, Sch.Nic.Th.28; and ἀμορβῷ is v.l. for ἀμολγῷ, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμορβός: ὁ, ἀκόλουθος, ὑπηρέτης, Spanh. Κάλλ. εἰς Ἄρτ. 45: κυρίως, βοσκός, ποιμήν, χοιροβοσκός, Ὀππ. Κ. 1. 132, Νικ. Θ. 49: πρβλ. ἀμορβάς. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., σκοτεινός, Σχόλ. εἰς Νικ. Θ. 28· σημειωτέον δὲ ὅτι τὸ ἀμορβῷ εἶναι διάφ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμολγῷ, παρ’ Ὁμ. (Ὁλόκληρος οἰκογένεια τῶν λέξεων τούτων εἶναι ἀμφιβόλου ἐτυμολογίας, εὕρηται δὲ μόνον παρ’ Ἀλεξανδρ. ποιηταῖς).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 seguidor, servidor Call.Dian.45, cf. Et.Gen.666
secuaz Κεφάλοιο καὶ Ἀμφιτρύωνος ἀμορβοί Euph.38C.57.
2 pastor Call.Fr.301, Nic.Th.49, Opp.C.1.132.

Greek Monolingual

ἀμορβός, ο (θηλ. ἀμορβὰς) (Α)
1. ακόλουθος, υπηρέτης
2. βοσκός, χοιροβοσκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. αιολ. τ. αντί ἁμαρβὸς < ἁμαρτὴ «ταυτόχρονα, μαζί με» + βῆναι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβαῖος, ἀμορβεύς, ἀμορβεύω, ἀμορβέω, ἀμορβής, -ές].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m. f.
Meaning: follower, shepherd (Call.).
Derivatives: Adj. ἀμορβαῖος said of χαράδραι (Nic. Th. 28, 489), meaning unclear; scholiasts render it with ποιμενικαί or σκοτεινώδεις (just guesses?); cf. EM 85, 20: ἀμορβης καὶ ἀμορβές σημαινει τὸ μεσονύκτιον παρὰ την ὄρφνην .... σημαίνει καὶ τὸν ἀκόλουθον. - ἀμορβίτης see ἀμόρα.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Pisani Ist. Lomb. 77, 541 (whose own explanation as *ἁμορ-β-ός, to ἁμαρ-τή (from *ἁμαρ-στη) and βῆναι is most improbable).