ἀράζω: Difference between revisions

From LSJ

τοὺς φίλους ἐν ἀκινδύνῳ καθιστᾶσι → help friends out of danger

Source
(6)
(1)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[αράσσω]]<br /><b>1.</b> [[προσορμίζω]] [[πλοίο]]<br /><b>2.</b> προσορμίζομαι, [[προσεγγίζω]]<br />[[αγκυροβολώ]]<br /><b>3.</b> [[καταλήγω]] [[κάπου]] [[μετά]] από [[περιπλάνηση]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— <b>(II)</b><br />[[ἀράζω]] κ. [[ἀρράζω]] (Α)<br />(για [[σκύλο]]) γαυγίζω, [[γρυλλίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (<b>βλ.</b> και [[αρρηνής]]). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα [[άραβος]] και [[άραδος]]].
}}
{{etym
|etymtx=ἀρράζω<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: [[snarl]], [[growl]] of dogs (D. H.).<br />Other forms: <b class="b3">Ώῥᾳζω</b> (Cratin.); also <b class="b3">ῥύζω</b> (Hermipp.)<br />Derivatives: <b class="b3">ἀρρίζω</b> (AB) and reduplicated <b class="b3">ἀραρίζω</b> (Ammon.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: On the anlaut Schwyzer 310 α. Onomatopoietic, Pre-Greek? Cf. [[ἄραβος]] and [[ἄραδος]].
}}
}}

Revision as of 23:03, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀράζω Medium diacritics: ἀράζω Low diacritics: αράζω Capitals: ΑΡΑΖΩ
Transliteration A: arázō Transliteration B: arazō Transliteration C: arazo Beta Code: a)ra/zw

English (LSJ)

or ἀρράζω,

   A snarl, growl, of dogs, Ael.NA5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 codd. (Onomatop., = make the sound ἀρα, ἀρρα.)

German (Pape)

[Seite 343] knurren, vom Hunde, Poll. 5, 86; auch ἀῤῥάζω geschrieben, Ael. H. A. 5, 51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀράζω: ἤ ἀρράζω (α εὐφων., ῥάζω), ἐπί κυνῶν, κνυζῶμαι, «γουρλιάζω», «γρυνίζω», Αἰλ. π. Ζ. 5. 51, Πολυδ. Ε΄, 86, Φίλων 1. 694.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἀρράζω;
seul. prés.
grogner, gronder en parl. des chiens.
Étymologie: onomatopée.

Spanish (DGE)

de perros ladrar, gruñir D.H.16.2, Ael.NA 5.51, Poll.5.86, Ph.1.694 (cód.), cf. ἀράζουσιν· ἐρεθίζουσιν Hsch.

• Etimología: Formación onomatopéyica.

Greek Monolingual

(I)
αράσσω
1. προσορμίζω πλοίο
2. προσορμίζομαι, προσεγγίζω
αγκυροβολώ
3. καταλήγω κάπου μετά από περιπλάνηση
4. φρ. «την άραξα» — κάθισα αναπαυτικά, βολεύτηκα.———————— (II)
ἀράζω κ. ἀρράζω (Α)
(για σκύλο) γαυγίζω, γρυλλίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. με την οποία αποδόθηκε το γαύγισμα του σκύλου (βλ. και αρρηνής). Παρά τις διαφορετικές της χρήσεις η λ. συνδέεται με τα άραβος και άραδος].

Frisk Etymological English

ἀρράζω
Grammatical information: v.
Meaning: snarl, growl of dogs (D. H.).
Other forms: Ώῥᾳζω (Cratin.); also ῥύζω (Hermipp.)
Derivatives: ἀρρίζω (AB) and reduplicated ἀραρίζω (Ammon.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: On the anlaut Schwyzer 310 α. Onomatopoietic, Pre-Greek? Cf. ἄραβος and ἄραδος.