γαυσός: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὑδρορρόαι δύο ῥέουσιν μέλανος → two streams of black run from the eyes

Source
(8)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γαυσός]], -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)<br />[[κυρτός]], [[στραβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γαυσός]] (από ρ. <i>g∂u</i>/<i>γαυ</i><br />«[[κούφιος]], [[στρογγυλός]]») έχει σχηματισμό ανάλογο [[προς]] τα επίθ. σε -<i>σός</i>, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλαισός]] «[[στρεβλός]]», [[λοξός]], [[φοξός]] «[[οξύς]], [[μυτερός]]»)].
|mltxt=[[γαυσός]], -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)<br />[[κυρτός]], [[στραβός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[γαυσός]] (από ρ. <i>g∂u</i>/<i>γαυ</i><br />«[[κούφιος]], [[στρογγυλός]]») έχει σχηματισμό ανάλογο [[προς]] τα επίθ. σε -<i>σός</i>, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> [[βλαισός]] «[[στρεβλός]]», [[λοξός]], [[φοξός]] «[[οξύς]], [[μυτερός]]»)].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">crooked, bent outwards</b> (Hp.).<br />Other forms: or <b class="b3">γαῦσος</b>? (DELG; the acc. varies).<br />Derivatives: Davon <b class="b3">γαυσάδας ψευδής</b> H. (see DELG); denom. <b class="b3">γαυσόω</b> (Sor.). Also <b class="b3">ἔγγαυσον ἔνσκαμβον</b> H., cf. Strömberg Greek Prefix Studies 127.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: For the suffix cf. <b class="b3">βλαισός</b>, <b class="b3">λοξός</b> etc., Chantr. Form. 434. One compares <b class="b3">γαυλός</b> (semantically improbable), <b class="b3">γυρός</b>, <b class="b3">γύαλον</b> (formally impossible) and the root IE <b class="b2">*geu-</b> (<b class="b2">*gēu-</b>) <b class="b2">curve etc.</b> which is (formally) impossible. Rather a Pre-Greek adjective.
}}
}}

Revision as of 23:25, 2 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαυσός Medium diacritics: γαυσός Low diacritics: γαυσός Capitals: ΓΑΥΣΟΣ
Transliteration A: gausós Transliteration B: gausos Transliteration C: gafsos Beta Code: gauso/s

English (LSJ)

ή, όν, or γαῦσος, η, ον (accent uncertain, Gal.18(2).518; codd. of Hp. have γαῦσος but γαυσοί),

   A crooked, bent outwards, μηρός Hp.Fract.20, Art.77.

German (Pape)

[Seite 476] (nach Galen. auch γαῦσος), gekrümmt, gebogen. Hippocr. Bei Hesych. auch γαυσόω, krümmen.

Greek (Liddell-Scott)

γαυσός: -ή, -όν, καὶ Αἰολ. γαῦσος, α, ον, κυρτός, «στραβός», καμπύλος, μηρ ὸς Ἱππ. Ἀγμ. 765, Ἄρθρ. 837· ― γαυσόομαι, εἶμαι κυρτός, κυρτοῦμαι, Σωραν. Med. Min. 1. 251.

Greek Monolingual

γαυσός, -ή, -όν και γαῡσος, -α, -ον (Α)
κυρτός, στραβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαυσός (από ρ. g∂u/γαυ
«κούφιος, στρογγυλός») έχει σχηματισμό ανάλογο προς τα επίθ. σε -σός, που αποτελούν λέξεις της καθημερινής γλώσσας (πρβλ. βλαισός «στρεβλός», λοξός, φοξός «οξύς, μυτερός»)].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: crooked, bent outwards (Hp.).
Other forms: or γαῦσος? (DELG; the acc. varies).
Derivatives: Davon γαυσάδας ψευδής H. (see DELG); denom. γαυσόω (Sor.). Also ἔγγαυσον ἔνσκαμβον H., cf. Strömberg Greek Prefix Studies 127.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the suffix cf. βλαισός, λοξός etc., Chantr. Form. 434. One compares γαυλός (semantically improbable), γυρός, γύαλον (formally impossible) and the root IE *geu- (*gēu-) curve etc. which is (formally) impossible. Rather a Pre-Greek adjective.