κάρταλλος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(19)
(2)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)<br />[[καλάθι]] με στενή [[συνήθως]] [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλάθι]] που περιείχε προσφορές πιστών σε [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> [[κλουβί]] για πουλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]], <i>ὁ</i> «[[καλάθι]], [[κλουβί]] πτηνών», [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kert</i>- «[[στρίβω]], [[στρέφω]] [[μαζί]], [[συστρέφω]]». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα [[καρταλάμιον]] «μικρό [[καλάθι]]» και [[καρτάλαμον]]].
|mltxt=κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)<br />[[καλάθι]] με στενή [[συνήθως]] [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλάθι]] που περιείχε προσφορές πιστών σε [[γιορτή]]<br /><b>2.</b> [[κλουβί]] για πουλιά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Συνδέεται πιθ. με τη λ. [[κύρτος]], <i>ὁ</i> «[[καλάθι]], [[κλουβί]] πτηνών», [[οπότε]] ανάγεται σε ΙΕ [[ρίζα]] <i>kert</i>- «[[στρίβω]], [[στρέφω]] [[μαζί]], [[συστρέφω]]». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα [[καρταλάμιον]] «μικρό [[καλάθι]]» και [[καρτάλαμον]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">basket with pointed bottom</b> (LXX, hell., Ph., H.)<br />Other forms: (rarely <b class="b3">-αλος</b>)<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">καρτάλλιον</b> (hell.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: - Technical or popular word in <b class="b3">-αλλος</b> (cf. Chantraine Formation 245ff.), which one wants to connect with a root <b class="b2">*k(e)rt-</b> [[turn]] (Pok. 584) "aber im einzelnen dunkel" (Frisk), also supposed in [[κύρτος]]. The variant with single <b class="b2">-l-</b> rather points to a Pre-Greek word; this fits well the meaning. DELG and Fur 352 suggest <b class="b3">καρταλάμιον</b> and <b class="b3">κερτύλλιον</b>.
}}
}}

Revision as of 02:08, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρταλλος Medium diacritics: κάρταλλος Low diacritics: κάρταλλος Capitals: ΚΑΡΤΑΛΛΟΣ
Transliteration A: kártallos Transliteration B: kartallos Transliteration C: kartallos Beta Code: ka/rtallos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket with pointed bottom, LXX4 Ki.10.7, al., Sammelb. 6801.4 (iii B. C.), Ph.1.694, Hsch.; also, of a feast, Ph.2.298 (κάρταλος cod.):—Dim. καρτάλλιον, τό, Sammelb.6801.26 (iii B. C.), Gloss.; cf. κερτύλλιον.

Greek (Liddell-Scott)

κάρταλλος: ὁ, «κόφινος ὀξὺς τὰ κάτω» (Σουΐδ.), Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ι΄,7, κ. ἀλλ.), πρβλ. Φίλωνα 1. 694· παρ’ Ἡσυχ. κάρταλλον, ὅπερ ἑρμηνεύει: «πλεκτὸν ἀγγεῖον, ἐν τοῖς ὀψαρτυτικοῖς»: - ὑποκορ. καρταλάμιον, τό, (δι’ ἑνὸς λ) ἴδε Δουκάγγ.

Greek Monolingual

κάρταλ(λ)ος, ὁ (AM)
καλάθι με στενή συνήθως βάση
αρχ.
1. καλάθι που περιείχε προσφορές πιστών σε γιορτή
2. κλουβί για πουλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος, «καλάθι, κλουβί πτηνών», οπότε ανάγεται σε ΙΕ ρίζα kert- «στρίβω, στρέφω μαζί, συστρέφω». Επίσης πιθ. να συνδέεται με τα καρταλάμιον «μικρό καλάθι» και καρτάλαμον].

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: basket with pointed bottom (LXX, hell., Ph., H.)
Other forms: (rarely -αλος)
Derivatives: Dimin. καρτάλλιον (hell.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - Technical or popular word in -αλλος (cf. Chantraine Formation 245ff.), which one wants to connect with a root *k(e)rt- turn (Pok. 584) "aber im einzelnen dunkel" (Frisk), also supposed in κύρτος. The variant with single -l- rather points to a Pre-Greek word; this fits well the meaning. DELG and Fur 352 suggest καρταλάμιον and κερτύλλιον.