λίπτω: Difference between revisions

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source
(23)
(2)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ<br />και μέσ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[λίπτομαι]]<br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]] («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης [[λελιμμένος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lip</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leip</i>- «[[ποθώ]], [[ζητώ]] από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>liepiu</i>, <i>liĕpti</i> «[[επιβάλλω]], [[κυβερνώ]]», αρχ. πρωσ. <i>pallaips</i> «[[τάξη]]», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] με σλοβακ. <i>lipiet</i>, <i>lipnut</i> «[[επιθυμώ]] διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «[[κολλάω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λίπα]]. Επομένως, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] με τα [[λίπα]], [[λιπαρός]], με διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. [[λίπτω]] έχει -<i>ῑ</i>, ενώ το [[λιπαρός]] -<i>ĭ</i>-, αν και η [[μακρότητα]] του [[λίπτω]] μπορεί να οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]]].
|mltxt=[[λίπτω]] (Α)<br /><b>1.</b> (ενεργ<br />και μέσ.) [[επιθυμώ]] σφοδρά<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> [[λίπτομαι]]<br />[[είμαι]] [[πρόθυμος]] για [[κάτι]] («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης [[λελιμμένος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>lip</i>- της ΙΕ ρίζας <i>leip</i>- «[[ποθώ]], [[ζητώ]] από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. <i>liepiu</i>, <i>liĕpti</i> «[[επιβάλλω]], [[κυβερνώ]]», αρχ. πρωσ. <i>pallaips</i> «[[τάξη]]», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. [[είναι]] [[συγγενής]] με σλοβακ. <i>lipiet</i>, <i>lipnut</i> «[[επιθυμώ]] διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «[[κολλάω]]», <b>[[πρβλ]].</b> [[λίπα]]. Επομένως, [[κατά]] την [[άποψη]] αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην [[ίδια]] λεξιλογική [[οικογένεια]] με τα [[λίπα]], [[λιπαρός]], με διαφορετική σημασιολογική [[εξέλιξη]]. Η [[άποψη]] αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. [[λίπτω]] έχει -<i>ῑ</i>, ενώ το [[λιπαρός]] -<i>ĭ</i>-, αν και η [[μακρότητα]] του [[λίπτω]] μπορεί να οφείλεται σε [[μετρική]] [[έκταση]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: [[desire]] (A. R., Lyc., Nic.),<br />Other forms: Perf. midd. <b class="b3">λελιμμένος</b> [[desiring]] (A. Th. 355, 380).<br />Derivatives: Cf. <b class="b3">λίψ ἐπιθυμία</b> H.; further <b class="b3">λιπαρέω</b> <b class="b2">persist, ask persistently, repeatedly</b> (IA.) with <b class="b3">λιπαρίη</b> [[persistence]], [[endurance]] (Hdt.) and <b class="b3">λιπαρής</b> [[persistent]], [[persisting]], [[earnest]] (S., Ar., Pl.); on <b class="b3">λιπαρ-έω</b>, <b class="b3">-ίη</b>, <b class="b3">-ής</b> Scheller Oxytonierung 36, Frisk Eranos 40, 85; cf. Schwyzer 513.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Since Bezzenberger GGA 1874, 1246 one compares <b class="b3">λίπτω</b> with Lith. <b class="b2">liepiù</b>, <b class="b2">liẽpti</b> [[command]], [[order]], [[organise]], OPr. [[pallaips]] [[order]] (s. Fraenkel Wb. s. v.). Against this Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50f. to Slovak. <b class="b2">lipiet́</b>, <b class="b2">lipnút́</b> <b class="b2">desire strongly</b>, which are however in spite of Machek identical with the verbs for [[stick]]. So <b class="b3">λίπτω</b>, <b class="b3">λιπαρέω</b> perhaps to <b class="b3">λίπα</b>, <b class="b3">λιπαρός</b>. A serious problem is however the length of the <b class="b3">ι</b> (after WP. 2, 403 rhythmically lengthened). - Wrong Prellwitz Glotta 19, 89 f.: <b class="b3">λι-παρής</b> after the ancients (H. a. o.) "<b class="b3">ἀπὸ τοῦ λίαν παρεῖναι</b>". - On <b class="b3">λιψουρία</b> s. v.
}}
}}

Revision as of 03:28, 3 January 2019

German (Pape)

[Seite 52] wornach verlangen, sich wornach sehnen, Hesych. erkl. ἐπιθυμῶ; μετά τι, Nic. Th. 126; τινός, Ap. Rh. 4, 813; Lycophr. 131. 353; auch im med., λελιμμένος, begehrend, begierig wornach, μάχης, Aesch. Spt. 362, vgl. Ag. 850 u. Spt. 337. – Vgl. λιμβός.

French (Bailly abrégé)

désirer vivement, gén.;
Moy. λίπτομαι (part. pf. λελιμμένος) m. sign.
Étymologie: R. Λιπ.

Greek Monolingual

λίπτω (Α)
1. (ενεργ
και μέσ.) επιθυμώ σφοδρά
2. μέσ. λίπτομαι
είμαι πρόθυμος για κάτι («Τυδεὺς δὲ μαργῶν και μάχης λελιμμένος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα lip- της ΙΕ ρίζας leip- «ποθώ, ζητώ από κάποιον» και συνδέεται πιθ. με λιθουαν. liepiu, liĕpti «επιβάλλω, κυβερνώ», αρχ. πρωσ. pallaips «τάξη», λ. που απέχουν σημασιολογικά. Κατ' άλλους, η λ. είναι συγγενής με σλοβακ. lipiet, lipnut «επιθυμώ διακαώς» που συνδέονται με άλλες σλαβ. λ. με σημ. «κολλάω», πρβλ. λίπα. Επομένως, κατά την άποψη αυτή, η λ. μπορεί να ανήκει στην ίδια λεξιλογική οικογένεια με τα λίπα, λιπαρός, με διαφορετική σημασιολογική εξέλιξη. Η άποψη αυτή προσκρούει στο ότι ο τ. λίπτω έχει -, ενώ το λιπαρός -ĭ-, αν και η μακρότητα του λίπτω μπορεί να οφείλεται σε μετρική έκταση].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: desire (A. R., Lyc., Nic.),
Other forms: Perf. midd. λελιμμένος desiring (A. Th. 355, 380).
Derivatives: Cf. λίψ ἐπιθυμία H.; further λιπαρέω persist, ask persistently, repeatedly (IA.) with λιπαρίη persistence, endurance (Hdt.) and λιπαρής persistent, persisting, earnest (S., Ar., Pl.); on λιπαρ-έω, -ίη, -ής Scheller Oxytonierung 36, Frisk Eranos 40, 85; cf. Schwyzer 513.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Since Bezzenberger GGA 1874, 1246 one compares λίπτω with Lith. liepiù, liẽpti command, order, organise, OPr. pallaips order (s. Fraenkel Wb. s. v.). Against this Machek Studia in hon. Acad. d. Dečev 50f. to Slovak. lipiet́, lipnút́ desire strongly, which are however in spite of Machek identical with the verbs for stick. So λίπτω, λιπαρέω perhaps to λίπα, λιπαρός. A serious problem is however the length of the ι (after WP. 2, 403 rhythmically lengthened). - Wrong Prellwitz Glotta 19, 89 f.: λι-παρής after the ancients (H. a. o.) "ἀπὸ τοῦ λίαν παρεῖναι". - On λιψουρία s. v.