οἶσος: Difference between revisions
Ἀνάπαυσίς ἐστι τῶν κακῶν ἀπραξία → Mali est levamen esse sine negotio → Erleichterung vom Unglück bringt Untätigkeit
(28) |
(2b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[οἶσος]] και οἰσὸς, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την [[κατασκευή]] πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[οἶσος]], [[οἰσύα]] εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]», με κατάλ. <i>tu</i> / -<i>tw</i> <b>πρβλ.</b> [[ίτυς]], [[ιτέα]]) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. <i>v</i><i>ě</i><i>tvĭ</i> «[[κλαδί]]». Ο τ. [[οἶσος]] έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> <i>FοιτFος</i> με [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>τF</i>><i>σ</i>, ενώ ο παρλλ. τ. [[οἰσύα]] ανάγεται σε τ. <i>Fοι</i>-<i>τυ</i>-<i>α</i>, όπου η [[τροπή]] του <i>τυ</i> > <i>συ</i> οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[οἶσος]]. Οι λ. [[οἶσος]] / [[οἰσύα]] αναφέρονται σε διαφορετικά είδη [[φυτών]] και συνδέονται με τα [[ἴτυς]] / [[ἰτέα]]. | |mltxt=[[οἶσος]] και οἰσὸς, ὁ (Α)<br />[[είδος]] ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την [[κατασκευή]] πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι λ. [[οἶσος]], [[οἰσύα]] εμφανίζουν την ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας <i>wei</i>- «[[στρέφω]], [[κάμπτω]]», με κατάλ. <i>tu</i> / -<i>tw</i> <b>πρβλ.</b> [[ίτυς]], [[ιτέα]]) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. <i>v</i><i>ě</i><i>tvĭ</i> «[[κλαδί]]». Ο τ. [[οἶσος]] έχει προέλθει <span style="color: red;"><</span> <i>FοιτFος</i> με [[τροπή]] του συμπλέγματος <i>τF</i>><i>σ</i>, ενώ ο παρλλ. τ. [[οἰσύα]] ανάγεται σε τ. <i>Fοι</i>-<i>τυ</i>-<i>α</i>, όπου η [[τροπή]] του <i>τυ</i> > <i>συ</i> οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] του τ. [[οἶσος]]. Οι λ. [[οἶσος]] / [[οἰσύα]] αναφέρονται σε διαφορετικά είδη [[φυτών]] και συνδέονται με τα [[ἴτυς]] / [[ἰτέα]]. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=(<b class="b3">-ός</b>)<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: kind of wicker, [[chasteberry]] (Thphr., Ael. Dion.).<br />Compounds: <b class="b3">οἰσό-καρπον</b> n. <b class="b2">fruit of the οἶ.</b> (sch., Eust.; on the neutr. cf. on <b class="b3">βού-τυρον</b>).<br />Derivatives: <b class="b3">οἶσον</b> = <b class="b3">σχοινίον</b> H.; <b class="b3">οἶσαξ</b>, <b class="b3">-ακος</b> f. kind of willow (Gp.); on the formation Strömberg Pfl.namen 78. -- Besides <b class="b3">οἰσύ-α -η</b> f. <b class="b3">λύγος</b>, willow' (Poll.), <b class="b3">οἰ</b>. <b class="b3">ἀγρία</b> = <b class="b3">ἑλξίνη</b> (Ps.-Dsc.), with <b class="b3">οἰσυουργός</b> m. [[basketmaker]] (Eup.), <b class="b3">τὰ οἴσυα</b> n. pl. "the basketry" = <b class="b2">basket market</b> (Lycurg.), <b class="b3">οἰσύ-ινος</b> <b class="b2">made of οἰ.</b> (ε 256, Th.).<br />Origin: IE [Indo-European] [1120] <b class="b2">*u̯ei-t-</b> [[wind]], [[bend]]; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: From <b class="b3">*Ϝοι-τϜ-ος</b> resp. <b class="b3">*Ϝοι-τύ-α</b>, enlargements of <b class="b3">*Ϝοι-τυ-</b>, which is with <b class="b2">tu-</b>suffix and old <b class="b2">o-</b>ablaut derived from the IE verb <b class="b2">u̯ei-</b>'wind, bend'; s. <b class="b3">ἰτέα</b>, [[ἴτυς]], with lit. An <b class="b2">i-</b>lengthening is seen in OCS <b class="b2">větv-ъ</b> f. [[branch]] from <b class="b2">*u̯oi-tu̯-i-</b>. On the formation Schwyzer 506 a. 472, Chantraine Form. 103, on <b class="b3">τυ</b> > <b class="b3">συ</b> Schwyzer 272. - The form in <b class="b3">-υα</b> does not look very IE; is the word Pre-Greek? Also <b class="b3">οἶσαξ</b> looks Pre-Greek. | |||
}} | }} |
Revision as of 05:05, 3 January 2019
English (LSJ)
(Ael.Dion.Fr.76) or οἰσός, ὁ,
A withy, Vitex Agnus-castus, the twigs of which served for wickerwork, ropes, etc., Thphr.HP3.18.1, 6.2.2, etc.: neut. οἶσον, = σχοινίον, Hsch.: perh. cf. οὖσον.
German (Pape)
[Seite 312] ὁ, oder οἰσός, ein weidenartiger Strauch, wie λύγος (s. das Vorige), dessen Zweige zu Flechtwerk und Stricken benutzt wurden, Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οἶσος: ἢ οἰσός, ὁ, εἶδος ἰτέας ἢ λύγου, οὗ οἱ κλῶνες ἐχρησίμευον πρὸς κατασκευὴν πλεγμάτων, σχοινίων, κλ., Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 2, 2, κτλ.· οὐδ. οἶσον = σχοινίον, Ἡσύχ.· πληθ. οὖσα ἐν Λυκόφρ. 20. (Ἴδε ἐν λ. ἰτέα).
Greek Monolingual
οἶσος και οἰσὸς, ὁ (Α)
είδος ιτιάς ή λυγαριάς, τα κλαδιά της οποίας χρησιμοποιούνταν για την κατασκευή πλεγμάτων, σχοινιών κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι λ. οἶσος, οἰσύα εμφανίζουν την ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας wei- «στρέφω, κάμπτω», με κατάλ. tu / -tw πρβλ. ίτυς, ιτέα) και συνδέονται με αρχ. σλαβ. větvĭ «κλαδί». Ο τ. οἶσος έχει προέλθει < FοιτFος με τροπή του συμπλέγματος τF>σ, ενώ ο παρλλ. τ. οἰσύα ανάγεται σε τ. Fοι-τυ-α, όπου η τροπή του τυ > συ οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση του τ. οἶσος. Οι λ. οἶσος / οἰσύα αναφέρονται σε διαφορετικά είδη φυτών και συνδέονται με τα ἴτυς / ἰτέα.
Frisk Etymological English
(-ός)
Grammatical information: m.
Meaning: kind of wicker, chasteberry (Thphr., Ael. Dion.).
Compounds: οἰσό-καρπον n. fruit of the οἶ. (sch., Eust.; on the neutr. cf. on βού-τυρον).
Derivatives: οἶσον = σχοινίον H.; οἶσαξ, -ακος f. kind of willow (Gp.); on the formation Strömberg Pfl.namen 78. -- Besides οἰσύ-α -η f. λύγος, willow' (Poll.), οἰ. ἀγρία = ἑλξίνη (Ps.-Dsc.), with οἰσυουργός m. basketmaker (Eup.), τὰ οἴσυα n. pl. "the basketry" = basket market (Lycurg.), οἰσύ-ινος made of οἰ. (ε 256, Th.).
Origin: IE [Indo-European] [1120] *u̯ei-t- wind, bend; PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: From *Ϝοι-τϜ-ος resp. *Ϝοι-τύ-α, enlargements of *Ϝοι-τυ-, which is with tu-suffix and old o-ablaut derived from the IE verb u̯ei-'wind, bend'; s. ἰτέα, ἴτυς, with lit. An i-lengthening is seen in OCS větv-ъ f. branch from *u̯oi-tu̯-i-. On the formation Schwyzer 506 a. 472, Chantraine Form. 103, on τυ > συ Schwyzer 272. - The form in -υα does not look very IE; is the word Pre-Greek? Also οἶσαξ looks Pre-Greek.