πατάνη: Difference between revisions

From LSJ

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
(31)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>χο</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]].
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λεκ</i>-<i>άνη</i>, <i>χο</i>-<i>άνη</i>, <i>σκαπ</i>-<i>άνη</i>) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">(flat) dish</b> (Sophr. 13, Poll.).<br />Other forms: Dor. <b class="b3">-α</b>. <b class="b3">-ον</b> n. <b class="b2">id.</b> (Poll. v.l., H.).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">πατάν-εψις</b> name of the (cooked in) eel (Epich. 211).<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">-ιον</b> n., <b class="b3">-ίων</b> m. name of a cock (com. IVa).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">λεκάνη</b>, <b class="b3">οὑράνη</b> a.o. Has been connected with Lat. [[patera]] f. <b class="b2">flat drinking dish</b>, perh. with old <b class="b2">r-n-</b>change, which is assumed in Hitt. [[pattar]], dat. loc. <b class="b2">paddan-i</b> (from there Lyc. [[patara]]); meaning however not quite certain: <b class="b2">tablet?</b>, [[basket]]? Other hypothesis in Ernout-Meillet s.v. Diff. on [[pattar]] Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. -- Hardly a verbal noun of <b class="b3">πετάννυμι</b> (then for <b class="b3">*πετάνα</b> with assim.?). -- Because of Sicil. <b class="b3">βατάνη</b> André 83, 93 considers Illyr. origin. Loan in Lat. [[patina]] (?). - Rather Pre-Greek with Furnée 149, who connects <b class="b3">πέταχνον</b>\/<b class="b3">πάτ-</b> Cf. the words cited above.
}}
}}

Revision as of 05:30, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτάνη Medium diacritics: πατάνη Low diacritics: πατάνη Capitals: ΠΑΤΑΝΗ
Transliteration A: patánē Transliteration B: patanē Transliteration C: patani Beta Code: pata/nh

English (LSJ)

[τᾰ], ἡ, a kind of

   A flat dish, Sophr.13, cf. Poll. 10.107 :—also πάτᾰνον, τό, Id.6.90 (v.l.), Hsch. :—Dim. πᾰτάνιον, τό, Antiph.70, Eub.38,47 ; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, u. πάτανον, τό, auch sicil. βατάνη, flaches Geschirr, Schüssel, VLL. u. Ath. Nach Poll. 10, 107 bei Sophro = ἐκπέταλον λοπάδιον. Vgl. πάταχνον und πάτελλα, wie das lat. patina, patella.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάνη: [τᾰ], ἡ, εἶδος ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, εἶναι τὸ ὄνομα μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων βατάνη, -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πετάννυμι, πρβλ. πάταχνον, πάτελλα, Λατ. patina, pateila.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, χο-άνη, σκαπ-άνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. του πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, του σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (flat) dish (Sophr. 13, Poll.).
Other forms: Dor. . -ον n. id. (Poll. v.l., H.).
Compounds: As 1. member in πατάν-εψις name of the (cooked in) eel (Epich. 211).
Derivatives: Dimin. -ιον n., -ίων m. name of a cock (com. IVa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like λεκάνη, οὑράνη a.o. Has been connected with Lat. patera f. flat drinking dish, perh. with old r-n-change, which is assumed in Hitt. pattar, dat. loc. paddan-i (from there Lyc. patara); meaning however not quite certain: tablet?, basket? Other hypothesis in Ernout-Meillet s.v. Diff. on pattar Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. -- Hardly a verbal noun of πετάννυμι (then for *πετάνα with assim.?). -- Because of Sicil. βατάνη André 83, 93 considers Illyr. origin. Loan in Lat. patina (?). - Rather Pre-Greek with Furnée 149, who connects πέταχνον\/πάτ- Cf. the words cited above.