πρωκτός: Difference between revisions
γενέται καὶ πατρὶς ἔχουσιν ὀστέα → my parents and my fatherland have my bones
(nl) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πρωκτός -οῦ, ὁ, vulgair woord voor anus reet, hol; spreekw.. ἐκ κυνὸς πρωκτοῦ uit de kont van een hond Luc. 39.56. | |elnltext=πρωκτός -οῦ, ὁ, vulgair woord voor anus reet, hol; spreekw.. ἐκ κυνὸς πρωκτοῦ uit de kont van een hond Luc. 39.56. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: [[rump]], [[anus]] (Hippon., Ar.).<br />Derivatives: <b class="b3">πρωκτίζω</b> [[paedico]] (Ar.).<br />Origin: IE [Indo-European] [846] <b class="b2">*pre\/oh₂ḱt-</b> [[buttock]]<br />Etymology: Identical with Arm. <b class="b2">erastan-k`</b> pl. [[buttock]] ([[erastank]] nom. actionis in <b class="b2">-an</b>). The easiest explanation of the form is from IE <b class="b2">*preh₂ḱt-</b> and <b class="b2">*proh₂ḱt-</b> (Beekes in Kortlandt, Armeniaca 191); s. Brugmann Grundr.2 I 477, WP. 2, 89, Pok. 846, Schwyzer 361. Cf. also Mayrhofer s. <b class="b2">pr̥ṣṭhám</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:19, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A anus, Ar.V.604, etc.; π. καμήλου Id.Pax758; π. κυνός Id.Ach.863.
German (Pape)
[Seite 803] ὁ, der Hintere, der Steiß, eigtl. der After; auch der Mastdarm, Ar. oft u. andere Comic., auch in Prosa; vgl. Arist. part. anim. 3, 14 H. A. 2, 17. – Es wird von προάγω, nach Andern von προΐκω od. προΐσχω abgeleitet.
Greek (Liddell-Scott)
πρωκτός: ὁ, «ὁ κόλος (γρ. κῶλ-), παρὰ τὸ προωθεῖν τὰ τῆς γαστρός», Σουΐδ.· «πρωκτὸς προακτός τίς ἐστι· παρὰ τὸ δι’ αὐτοῦ προάγεσθαι τὰ περιττώματα» Ἐτυμ. Μέγ. 692, 46. Ἡ λέξις συχνὰ ἀπαντᾷ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε Σουΐδ., Φώτ., Ἡσύχ. καὶ Παροιμιογρ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
anus.
Étymologie: DELG terme pop. ou vulg.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
το τελικό τμήμα και στόμιο του πεπτικού σωλήνα τών σπονδυλοζώων και πολλών ασπονδύλων, το οποίο στον άνθρωπο περιλαμβάνει τον πρωκτικό σωλήνα, δηλαδή την περινεϊκή μοίρα του ορθού, και τον καθαυτό πρωκτό, τον δακτύλιο, το πέρας του παχέος εντέρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. του καθημερινού ή λαϊκού λεξιλογίου, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα prōkt-: prәkt- ή prkt- «πρωκτός» και συνδέεται με το αρμενικό erastan-k' «πρωκτός» (με επίθημα -an)].
Greek Monotonic
πρωκτός: ὁ, πρωκτός, πισινός· γενικά, πίσω μέρος, ουρά, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
πρωκτός: ὁ анат. задний проход Arph., Luc.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρωκτός -οῦ, ὁ, vulgair woord voor anus reet, hol; spreekw.. ἐκ κυνὸς πρωκτοῦ uit de kont van een hond Luc. 39.56.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: rump, anus (Hippon., Ar.).
Derivatives: πρωκτίζω paedico (Ar.).
Origin: IE [Indo-European] [846] *pre\/oh₂ḱt- buttock
Etymology: Identical with Arm. erastan-k` pl. buttock (erastank nom. actionis in -an). The easiest explanation of the form is from IE *preh₂ḱt- and *proh₂ḱt- (Beekes in Kortlandt, Armeniaca 191); s. Brugmann Grundr.2 I 477, WP. 2, 89, Pok. 846, Schwyzer 361. Cf. also Mayrhofer s. pr̥ṣṭhám.