σκίναξ: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
(37)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκίναξ]]<br />ο [[λαγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>κινῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίνδαξ]]) και εμφανίζει προθετικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σκίδναμαι]]: [[κίδναμαι]].
|mltxt=-ακος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[ταχύς]], [[ευκίνητος]], [[εύστροφος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[σκίναξ]]<br />ο [[λαγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την [[οικογένεια]] του <i>κινῶ</i> (<b>πρβλ.</b> [[κίνδαξ]]) και εμφανίζει προθετικό <i>σ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σκίδναμαι]]: [[κίδναμαι]].
}}
{{etym
|etymtx=-ακος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: Des. resp. adjunct of the hare, <b class="b3">λαγωός</b> (Nic.).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Unexplained. Often compared wit [[κίνδαξ]] (s. v.); so for <b class="b3">*κίναξ</b> with hypercorrect <b class="b3">σκ-</b> to <b class="b3">κινέω</b>, <b class="b3">κίνυμαι</b>? -- Prob. Pre-Greek; it may have nasalised (<b class="b3">δ</b> > <b class="b3">ν</b>) beside a prenasalised <b class="b3">δ</b> (= <b class="b3">νδ</b>); note <b class="b3">-ακ-</b>. There is no reason to explain away the <b class="b3">σ-</b>.
}}
}}

Revision as of 07:39, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκίναξ Medium diacritics: σκίναξ Low diacritics: σκίναξ Capitals: ΣΚΙΝΑΞ
Transliteration A: skínax Transliteration B: skinax Transliteration C: skinaks Beta Code: ski/nac

English (LSJ)

[ῐ], ᾰκος, ὁ, ἡ,

   A quick, nimble, epith. of hares, σ. νεαροῖο λαγωοῦ Nic.Th.577; so ὁ σ.,= λαγώς, Id.Al.67; cf. κίνδαξ.

German (Pape)

[Seite 899] ακος, rührig, gewandt, behend, flink, schnell, bes. vom Haasen, für den es auch als, subst. steht, Nic. Al. 67 Th. 577.

Greek (Liddell-Scott)

σκίναξ: [ῐ], -ᾰκος, ὁ, ἡ, (συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κινέωταχύς, εὐκίνητος, πηδηκτός, ἐπίθετον τῶν λαγωῶν, σκ. νεαροῖο λαγωοῦ Νικ. Θηρ. 577· οὕτως, σκίναξ, = λαγώς, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξιφ. 67· καὶ ὁ Ἡσύχ. ἔχει τὴν λέξ. κίνδαξ ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας.

Greek Monolingual

-ακος, ὁ, ἡ, Α
1. ταχύς, ευκίνητος, εύστροφος
2. το αρσ. ως ουσ. σκίναξ
ο λαγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με την οικογένεια του κινῶ (πρβλ. κίνδαξ) και εμφανίζει προθετικό σ- (πρβλ. σκίδναμαι: κίδναμαι.

Frisk Etymological English

-ακος
Grammatical information: m.
Meaning: Des. resp. adjunct of the hare, λαγωός (Nic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Often compared wit κίνδαξ (s. v.); so for *κίναξ with hypercorrect σκ- to κινέω, κίνυμαι? -- Prob. Pre-Greek; it may have nasalised (δ > ν) beside a prenasalised δ (= νδ); note -ακ-. There is no reason to explain away the σ-.