κατασκήνωσις: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(nl)
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατασκήνωσις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> лагерь или палатка Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> гнездо (τὰ πετεινὰ [[ἔχει]] κατασκηνώσεις NT).
|elrutext='''κατασκήνωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> лагерь или палатка Polyb.;<br /><b class="num">2)</b> гнездо (τὰ πετεινὰ [[ἔχει]] κατασκηνώσεις NT).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.
|elnltext=κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.
}}
}}

Revision as of 20:36, 5 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκήνωσις Medium diacritics: κατασκήνωσις Low diacritics: κατασκήνωσις Capitals: ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΙΣ
Transliteration A: kataskḗnōsis Transliteration B: kataskēnōsis Transliteration C: kataskinosis Beta Code: kataskh/nwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A encamping, taking up one's quarters, LXX 1 Ch. 28.2, al.; καλεῖν τινα πρὸς κατασκήνωσιν Plb.11.26.5; διδόναι εἰς κ. to give them as quarters, OGI229.57 (Smyrna, iii B.C.); ἐν κ. in camp, Onos.11.6: pl. -σκηνώσεις βασιλέων Gp.11.2.9.    2 of birds, restingplace, nest, Ev.Matt.8.20 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1379] ἡ, das Lagern, das Lager, das Zelt, Pol. 1, 26, 5 u. Sp. Auch das Nest der Vögel, Hatth. 8, 20.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, τὸ νὰ τοποθετήσῃ τις τὴν σκηνὴν του, καὶ αὐτὴ ἡ σκηνή, στρατοπέδευσις, κατάλυσις, καλεῖν τινα ἐπὶ κατασκήνωσιν Πολύβ. 11. 26, 5· διδόναι εἰς κατασκήνωσιν, ὡς καταλύματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 3137Β. 57· ἐν πορείᾳ καὶ ἐν κατασκηνώσει Ὀνησ. Στρατηγ. 11. 2. 2) ἐπὶ πτηνῶν, τόπος ἀναπαύσεως καὶ διαμονῆς, φωλεά, αἱ ἀλώπεκες ἔχουσι φωλεοὺς καὶ τὰ πετεινὰ κατασκηνώσεις Εὐαγγ. κ. Ματθ. η´, 20.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de planter sa tente :
1 tente, demeure;
2 nid.
Étymologie: κατασκηνόω.

English (Strong)

from κατασκηνόω; an encamping, i.e. (figuratively) a perch: nest.

English (Thayer)

κατασκηνώσεως, ἡ (κατασκηνόω, which see), properly, the pitching of tents, encamping; place of tarrying, encampment, abode: of the haunts of birds, מִשְׁכָּן, Polybius 11,26, 5; Diodorus 17,95).

Greek Monotonic

κατασκήνωσις: -εως, ἡ, στρατοπέδευση· λέγεται για πουλιά, τόπος ανάπαυσης και διαμονής, φωλιά, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κατασκήνωσις: εως ἡ
1) лагерь или палатка Polyb.;
2) гнездо (τὰ πετεινὰ ἔχει κατασκηνώσεις NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατασκήνωσις -εως, ἡ [κατασκηνόω] nest, van vogels.