νυκτίπλαγκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἐφ' ὅσον αὐτοῦὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted

Source
(3b)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτίπλαγκτος''': -ον, ὁ προξενῶν νυκτερινὰς περιπλανήσεις, ὁ ἐξεγείρων ἀπὸ τῆς κοίτης, [[πόνος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 330˙ δείματα Χο. 524˙ κελεύσματα [[αὐτόθι]] 751˙ - [[ἀλλά]], ν. [[εὐνή]], [[ἀνήσυχος]] [[κλίνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 12.
|lstext='''νυκτίπλαγκτος''': -ον, ὁ προξενῶν νυκτερινὰς περιπλανήσεις, ὁ ἐξεγείρων ἀπὸ τῆς κοίτης, [[πόνος]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 330· δείματα Χο. 524· κελεύσματα [[αὐτόθι]] 751· - [[ἀλλά]], ν. [[εὐνή]], [[ἀνήσυχος]] [[κλίνη]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 12.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτῐπλαγκτος Medium diacritics: νυκτίπλαγκτος Low diacritics: νυκτίπλαγκτος Capitals: ΝΥΚΤΙΠΛΑΓΚΤΟΣ
Transliteration A: nyktíplanktos Transliteration B: nyktiplanktos Transliteration C: nyktiplagktos Beta Code: nukti/plagktos

English (LSJ)

ον,

   A causing to wander by night, rousing from bed, πόνος A.Ag.330 ; δείματα Id.Ch.524 ; κελεύματα ib. 751 ; ν. εὐνή restless, uneasy bed, Id.Ag.12.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτίπλαγκτος: -ον, ὁ προξενῶν νυκτερινὰς περιπλανήσεις, ὁ ἐξεγείρων ἀπὸ τῆς κοίτης, πόνος Αἰσχύλ. Ἀγ. 330· δείματα Χο. 524· κελεύσματα αὐτόθι 751· - ἀλλά, ν. εὐνή, ἀνήσυχος κλίνη, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 où l’on erre ou sur quoi l’on s’agite pendant la nuit;
2 qui erre ou s’agite pendant la nuit.
Étymologie: νύξ, πλάζω.

Greek Monolingual

νυκτίπλαγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που προξενεί νυχτερινές διαταραχές και ανησυχίες, αυτός που κάνει κάποιον να σηκωθεί από τον ύπνο
2. (για ύπνο) ανήσυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + πλαγκτός (< πλάζω «περιπλανώμαι»), πρβλ. θαλασσό-πλαγκτος].

Greek Monotonic

νυκτίπλαγκτος: -ον, αυτός που ωθεί σε νυχτερινές περιπλανήσεις, που ξεσηκώνει κάποιον από το κρεβάτι του, σε Αισχύλ.· νυκτίπλαγκτος εὐνή, άβολο κρεβάτι, κλίνη που δεν προσφέρει ανάπαυση, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

νυκτίπλαγκτος: заставляющий блуждать ночью, т. е. не дающий ночью покоя (πόνος, δεῖμα, κέλευμα Aesch.): ν. εὐνή Aesch. беспокойное ночное ложе.