Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐκράς: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(2b)
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θερμοκρασία]], [[κλίμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύκρατος]], [[ήπιος]] («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[σεμνός]] («ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς [[εὐκράς]] ἐγένεθ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με [[μέτρο]] για να τον πιει [[κάποιος]] («εὐκρὰς [[οἶνος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοινωνικός]], [[ευκοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]<br /><b>βλ.</b> [[ευκραής]]].———————— <b>(II)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[ευκέφαλος]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> (για [[θερμοκρασία]], [[κλίμα]] <b>κ.λπ.</b>) [[εύκρατος]], [[ήπιος]] («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ήπιος]], [[σεμνός]] («ἔστιν οἷς [[βίος]] ὁ μικρὸς [[εὐκράς]] ἐγένεθ'», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (για [[κρασί]]) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με [[μέτρο]] για να τον πιει [[κάποιος]] («εὐκρὰς [[οἶνος]]», <b>[[Πολυδ]].</b>)<br /><b>4.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοινωνικός]], [[ευκοινώνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]]<br /><b>βλ.</b> [[ευκραής]]].<br /><b>(II)</b><br />[[εὐκράς]], -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)<br />([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>) [[ευκέφαλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:57, 8 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκράς Medium diacritics: εὐκράς Low diacritics: ευκράς Capitals: ΕΥΚΡΑΣ
Transliteration A: eukrás Transliteration B: eukras Transliteration C: efkras Beta Code: eu)kra/s

English (LSJ)

(A), ᾶτος, ὁ, ἡ,

   A = εὔκρατος, temperate, of even temperature, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Pl.Criti.112d; of climate, Thphr. HP7.1.4: metaph., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς ἐγένεθ' E.Fr.504; ἡδονή ib.197.    2 mixed for drinking, οἶνος Poll.6.23.    3 of persons, mixing readily with, οὐ πολλοῖς εὐ. AP12.105 (Asclep.). (εὔκρας E.Fr.197, Poll.)
εὐκράς (B), κρᾶτος, ὁ, ἡ,

   A = εὐκέφαλος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκράς: ᾱτος, ὁ, ἡ, = εὔκρατος, (Λοβ. Παρ. 264), εὐκραής, ἐπὶ μέσης θερμοκρασίας, κρήνη εὐκρὰς πρὸς χειμῶνα καὶ θέρος Πλάτ. Κριτίας 112D· ἐπὶ κλίματος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 4· μεταφ., ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκρὰς Εὐρ. Ἀποσπ. 506, πρβλ. 197 (ἴδε Δινδ. ἐν τόπῳ). 2) ἐπὶ οἴνου, εὖ κεκραμένος πρὸς πόσιν, Πολυδ. ς΄, 23. 3) ἐπὶ προσώπων, εὐκοινώνητος, οὐ πολλοῖς εὐκρ. Ἀνθ. Π. 12. 105. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐκράς· εὐκέφαλος· εὔκρατος». - Κατά τινας γραμματικοὺς ἡ λέξις γράφεται παροξυτόνως εὔκρας, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Φώτιος ἐν λ., Κραμήρου Ἀνέκδ. τ. 4, σ. 335, 1.

French (Bailly abrégé)

ᾶτος (ὁ, ἡ)
1 bien mélangé ; bien tempéré, d’une température égale;
2 en parl. de pers. qui se mêle facilement, qui se lie avec.
Étymologie: εὖ, κεράννυμι.

Greek Monolingual

(I)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
1. (για θερμοκρασία, κλίμα κ.λπ.) εύκρατος, ήπιος («εὐηλίοις καὶ εὐκρᾱσι τόποις», Θεόφρ.)
2. μτφ. ήπιος, σεμνός («ἔστιν οἷς βίος ὁ μικρὸς εὐκράς ἐγένεθ'», Ευρ.)
3. (για κρασί) ο αναμιγμένος καλά, ο συγκερασμένος με μέτρο για να τον πιει κάποιος («εὐκρὰς οἶνος», Πολυδ.)
4. (για πρόσ.) κοινωνικός, ευκοινώνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κεράννυμι
βλ. ευκραής].
(II)
εὐκράς, -ᾱτος, ὁ, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) ευκέφαλος.

Greek Monotonic

εὐκράς: -ᾶτος, ὁ, ἡ,
1. = εὔκρατος, σε Πλάτ.
2. λέγεται για πρόσωπα, κοινωνικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκράς: ᾶτος adj.
1) смешанный в хорошей пропорции, т. е. обладающий умеренной температурой (κρήνη Plat.);
2) умеренный (ἡδονή Eur.);
3) охотно вмешивающийся, т. е. общительный (εὐ. οὐ πολλοῖς Anth.).